Της Ιωάννας Βαρδαλαχάκη
[email protected]
Μία μεγάλη διαχρονικά αδυναμία της Δύσης σε σχέση με τη Ρωσία είναι ότι συχνά θεωρεί πως ο Βλαντίμιρ Πούτιν κρύβεται πίσω από οτιδήποτε πηγαίνει στραβά στον κόσμο, αποδίδοντάς του ουσιαστικά δύναμη και ένα πολύπλοκο στρατηγικό σχεδιασμό που ενδέχεται να μην έχει.
Μπορεί η στερεοτυπική απεικόνιση των Ρώσων να τους δείχνει ως δεινούς σκασκιστές, με οργανωμένη σκέψη, στρατηγική και ακολουθώντας ένα αυστηρό σύστημα κανόνων υπό πλήρη διαφάνεια, ωστόσο, ο Ρώσος πρόεδρος απέχει από αυτό το μοτίβο, όπως εξηγεί ο καθηγητής Μαρκ Γκαλεότι, στο βιβλίο του «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Πούτιν». Σύμφωνα με τον Γκαλεότι, ο Πούτιν, τον οποίο χαρακτηρίζει αρχετυπική μορφή του κακού του Τζέημς Μποντ, καθορίζεται περισσότερο από το τζούντο, ένα άθλημα η τέχνη του οποίου αφορά σε σημαντικό βαθμό το να χρησιμοποιήσεις τη δύναμη του αντιπάλου σου εναντίον του, εκμεταλλευόμενος την κατάλληλη στιγμή.
Ο Πούτιν ως εκ τούτου είναι ένας οπορτουνιστής, ένας άνθρωπος που έχει στο μυαλό του περίπου τι συνιστά νίκη για τον ίδιο αλλά δεν έχει συγκεκριμένο σχέδιο για το πώς θα φτάσει εκεί. Γι’ αυτό και συχνά καταλήγει σε απρόβλεπτες επιλογές, ή και στο χάος, με ένα ολόκληρο σύστημα να αφήνεται ελεύθερο να κάνει ό,τι κρίνει πως θα ευχαριστήσει τελικά το αφεντικό.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Πούτιν είναι ότι δεν αντέχει την ιδέα ο κόσμος να αντιλαμβάνεται τον ίδιο ή τη Ρωσία ως αδύναμους, και ένα τρίτο είναι ότι επιθυμεί να αποκαταστήσει τον ρόλο της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης,διαμορφώνοντας μια νέα τάξη πραγμάτων σε ένα κόσμο που εκτιμάει πως σήμερα είναι βαθιά αντιρωσικός. Απλά το επιδιώκει με όρους του 19ου αιώνα, έχοντας δηλαδή ως στόχο σφαίρες επιρροής και κράτη- δορυφόρους.
Και ένα τέταρτο, δεν είναι ο ίδιος Πούτιν που ήταν το 2002. Όπως υποστηρίζει η λέκτορας στις Διεθνείς Πολιτικές της Ρωσίας, Αγκλαϊα Σνίτκοφ, αν ο Πούτιν του 2002 ή του 2006 ήξερε τι θα συμβεί τον Φεβρουάριο του 2022 θα έπαιρνε άλλες αποφάσεις, κάτι που-σύμφωνα με την ίδια- μάλλον δεν ισχύει για τον Πούτιν του 2012 ή του 2014, και σίγουρα δεν ισχύει για τον Πούτιν του σήμερα. «Δεν νοιάζεται πλέον, ούτε ακούει», λέει χαρακτηριστικά.
Σήμερα ο πόλεμος στην Ουκρανία εισέρχεται στον τρίτο του μήνα. Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα ξεκίνησε η δεύτερη φάση του πολέμου, που επικεντρώνεται στην ανατολική και νότια Ουκρανία. Έχοντας αποτύχει στην πρώτη του φάση, και σίγουρα μη έχοντας καταφέρει να εξασφαλίσει μια αστραπιαία επικράτηση, ο Πούτιν επιθυμεί μια νίκη μέχρι τις 9 Μαΐου που γιορτάζεται πανηγυρικά η ημέρα της επετείου της νίκης της Ρωσίας επί των Ναζί.
Στάλιν ή Χίτλερ;
Οι ρωσικές επιχειρήσεις που θα κληθούν να σφραγίσουν αυτή τη νίκη για τον Πούτιν, θα μας αποκαλύψουν πολλά για τις δυνατότητες του ρωσικού στρατού, και κυρίως θα μας πουν ποιος κάνει πλέον κουμάντο, τονίζει ο Γκαλεότι.
«Το ερώτημα είναι αν ο Πούτιν θα αποδειχθεί περισσότερο σαν τον Στάλιν, ο οποίος κατάλαβε το λάθος του όταν η παρέμβασή του κατέστησε τον Κόκκινο Στρατό ευάλωτο στη γερμανική εισβολή τον Ιούνιο του 1941, και έπειτα άφησε τους στρατηγούς του να διευθύνουν τον πόλεμο, ή αν αποδειχθεί σαν τον Χίτλερ, που δεν πήρε ποτέ αυτό το μάθημα και έκανε παρεμβάσεις μέχρι το τέλος», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ο καθηγητής επισημαίνει πως μέχρι πρόσφατα η ρωσική επιχείρηση στην Ουκρανία έμοιαζε περισσότερο με την βιαστικά συντεθειμένη πρωτοβουλία ενός προέδρου χωρίς πραγματική στρατιωτική εμπειρία. Πλέον οι ρωσικές μονάδες στην Ουκρανία έχουν ένα γενικό διοικητή, τον Αλεξάντρ Ντβορνίκοφ, ο οποίος όμως τι στόχο έχει;
Σύμφωνα με έναν καλά συνδεδεμένο Ρώσο πολιτικό τον οποίο επικαλείται ο Γκαλεότι, ο Πούτιν «περιμένει- απαιτώντας- καλά νέα από το πεδίο της μάχης» και είναι πρόθυμος να ασκήσει πίεση στον υπουργό Άμυνας, Σεργκέι Σόιγκου, και τον αρχηγό του γενικού επιτελείου, Βαλέρι Γκερασίμοφ, με την προσδοκία ότι αυτοί με τη σειρά τους θα αναγκάσουν τον Ντβόρνικοφ να κάνει κάποιο θαύμα στην Ουκρανία. Επομένως ίσως δεν είναι αρκετό για τον Πούτιν να «μαγειρέψει» τις μέχρι τώρα επιτυχίες του ρωσικού στρατού, μη πιέζοντας περαιτέρω τις δυνάμειας του αλλά τελικά ζητώντας πιο «τρανταχτές» νίκες στο πεδίο. Αυτό όμως συνιστά ένα μεγάλο ρίσκο και ο Ντβόρνικοφ το γνωρίζει.
Το «μπάλωμα» των μονάδων, η αποστολή ξανά στη μάχη στρατευμάτων που δεν έχουν κάνει την απαραίτητη επιχειρησιακή παύση, η σταθερή χρήση των τακτικών ομάδων τάγματος όπως είναι και όταν είναι έτοιμες, αντί να δημιουργήσουν μια σοβαρή ομάδα εργασίας, στην καλύτερη περίπτωση υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα της μάχης, υπογραμμίζει ο καθηγητής, καταλήγοντας πως ό,τι συμβεί τις επόμενες ημέρες θα μας πει πολλά για την ικανότητα του Πούτιν να μαθαίνει από τα λάθη του.
Εάν έχει δώσει στους στρατηγούς το ελεύθερο για τις αποφάσεις στο πεδίό, αυτό θα είναι άσχημο νέο για τους Ουκρανούς. «Ενώ οι επιτυχίες τους έχουν κερδηθεί σε μεγάλο βαθμό με τις δικές τους προσπάθειες, τους βοήθησε τρομερά το γεγονός ότι η ρωσική στρατηγική μέχρι στιγμής κατευθύνεται από έναν ερασιτέχνη που καταλαβαίνει τον πόλεμο τόσο λίγο όσο καταλαβαίνει την Ουκρανία», λέει χαρακτηριστικά. Στην αντίθετη περίπτωση θα επικρατήσουν το εγώ του Πούτιν και τα πολιτικά του συμφέροντα, συνεχίζοντας τις αποτυχίες και επιμηκύνοντας τον πόλεμο.