Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση έχει ήδη επισημάνει τόσο τα δυνατά όσο και τα αδύναμα σημεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηρίζουν στον Guardian οι «Φίλοι της Ευρώπης» (Γκιουλιάνο Αμάτο, πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, Ετιέν Νταβινιόν, πρόεδρος του οργανισμού «Φίλοι της Ευρώπης και πρώην αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Ζαν Λουκ Ντεάν, πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου και Γουίμ Κοκ, πρώην πρωθυπουργός της Ολλανδίας):
Εάν δεν υπήρχε το ευρώ, οι μετασεισμικές δονήσεις από τις καταρρεύσεις του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου θα είχαν κλονίσει τις αγορές συναλλάγματος δημιουργώντας εντάσεις που θα γυρνούσαν την πολιτική και οικονομική ολοκλήρωση της Ευρώπης πολλές δεκαετίες πίσω, θέτοντας ενδεχομένως σε κίνδυνο ολόκληρο το οικοδόμημα.
Το χειρότερο είναι ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ άργησαν πολύ να αναλάβουν συντονισμένη δράση. Στο στόχαστρο βρέθηκε αρχικά η Κομισιόν για την καθυστέρηση στην κατάθεση προτάσεων προκειμένου να επιταχυνθεί η αντίδραση των κυβερνήσεων και των οργάνων χάραξης πολιτικής. Τώρα τα κράτη μέλη είναι αυτά που προβάλλουν αντιστάσεις στην επιτακτική ανάγκη για συντονισμένη αντιμετώπιση της επιδεινούμενης κρίσης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Η ταχύτητα και η σοβαρότητα της οικονομικής επιδείνωσης υποδηλώνουν τη χειρότερη ύφεση της μεταπολεμικής περιόδου. Η Ευρώπη απέτυχε παταγωδώς να ερμηνεύσει τα προειδοποιητικά μηνύματα της κρίσης στην αγορά subprime των ΗΠΑ το καλοκαίρι του 2007, με αποτέλεσμα να είναι απροετοίμαστη για την επόμενη φάση της κρίσης που παρέσυρε και τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Το μάθημα για την ΕΕ είναι ότι απαιτείται αμεσότερη δράση και μεγαλύτερη αποφασιστικότερα.
Απ’ άκρη σ’ άκρη της Ευρώπης, οι πολίτες αναρωτιούνται: «Τι κάνει η Ευρώπη για να αντιμετωπίσει την κρίση;» Η απάντηση είναι ότι δεν κάνει πολλά και ότι ίσως το πολιτικό τίμημα αποδειχθεί δυσβάσταχτο στις ερχόμενες Ευρωεκλογές το καλοκαίρι.
Οι υπόλοιπες εβδομάδες μέχρι τη λήξη του 2008 θα είναι ζωτικής σημασίας για τις προσπάθειες της Ευρώπης να αναλάβει πρωτοβουλία για να μετριάσει τον αντίκτυπο της κρίσης και ταυτόχρονα να επιλύσει τα άλυτα προβλήματα στην ατζέντα μεταρρυθμίσεων της ΕΕ.
Η Γαλλία στην προεδρία της ΕΕ έχει καταβάλλει αξιομνημόνευτες προσπάθειες για λήψη συντονισμένης δράσης από τα κράτη μέλη με στόχο την αναχαίτιση της κρίσης, ενώ η Κομισιόν έχει αρχίσει να διαδραματίζει επίσης πιο ενεργό ρόλο. Η επόμενη πρόκληση για την προεδρία και την Κομισιόν είναι να ξεπεράσουν την κωλυσιεργία και να δώσουν νέα ώθηση στην υλοποίηση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας είναι ένα βήμα προς την προσαρμογή των μηχανισμών λήψης αποφάσεων της ΕΕ στις επιταγές του 21ου αιώνα και στη διευρυμένη ΕΕ. Οι διεθνείς διαστάσεις της τρέχουσας κρίσης καθιστούν σαφή την ανάγκη για άμεσες και ομόφωνες αποφάσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να μην υποστεί τις συνέπειες.
Το κυρίαρχο δικαίωμα των Ιρλανδών να αποφασίζουν μόνοι τους για το μέλλον τους είναι αδιαμφισβήτητο. Πρέπει, όμως, να αφήσουν και τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ να προχωρήσουν στην υλοποίηση της Συνθήκης της Λισαβόνας εφόσον το επιθυμούν. Ακόμη και εάν διεξαχθεί νέο δημοψήφισμα στην Ιρλανδία, η κυβέρνηση θα πρέπει προβλέψει μια διαδικασία η οποία, ανεξάρτητα από την τελική έκβαση, θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να εφαρμόσουν τα ουσιώδη σημεία της συνθήκης.
Η Κομισιόν πρέπει να λάβει τώρα μέτρα για να διασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη θα καταβάλλουν διπλές προσπάθειες για την εφαρμογή της Ατζέντας της Λισαβόνας προκειμένου να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης. Το 2000 η ΕΕ κατάρτισε ένα ενιαίο 10ετές μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, το οποίο όμως δεν έχει δρομολογηθεί από αρκετά κράτη μέλη που στερούνται πολιτικής θέλησης. Ωστόσο, οι επιδεινούμενες προοπτικές της Ευρώπης καθιστούν ολοένα πιο επιτακτική την ανάγκη για υλοποίηση των εν λόγω μεταρρυθμίσεων.