Θα μπορούσαμε να εξετάσουμε και στη χώρα μας το ενδεχόμενο να μπαίνουμε σε κλειστούς χώρους μόνο με την τρίτη δόση, υποστήριξε ο υπουργός Επικρατείας 'Ακης Σκέρτσος, επικαλούμενος το παράδειγμα της Γαλλίας και του Ισραήλ.
Σε ό,τι αφορά την αναμνηστική δόση και τη διεθνή εμπειρία σε αυτήν, «υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα που δείχνουν τη μείωση των αντισωμάτων μετά τους 6 μήνες και ταυτόχρονα πρόσφατα στοιχεία από το Ισραήλ και το Η.Β. που δείχνουν ότι η αναμνηστική τρίτη δόση έχει πολύ θετικά αποτελέσματα στην περαιτέρω προστασία του πληθυσμού και του συστήματος υγείας. Και στις δύο χώρες χάρη στην υψηλή συμμετοχή των πολιτών στην τρίτη δόση τα κρούσματα και οι νοσηλείες είναι σε πτωτική πορεία. Γι' αυτό και οι εμβολιασμένοι που έχουν συμπληρώσει το 6μηνο από τη 2η δόση τους, και ανήκουν ειδικά στις ηλικίες άνω των 60 ετών, καλό είναι να σπεύσουν να κάνουν και την τρίτη δόση», είπε ο κ. Σκέρτσος σε συνέντευξή του στον «Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής»
Όμως, υπογράμμισε ότι το Ισραήλ και η Γαλλία έχουν πάει ένα βήμα παρακάτω, συνδέοντας τη δυνατότητα πρόσβασης σε κλειστούς χώρους για τους φθινοπωρινούς-χειμερινούς μήνες με την τρίτη δόση.
Είναι ένα μέτρο προστασίας της υγείας των πιο ευάλωτων προκειμένου να μην στερηθούν τις χαρές της κοινωνικής ζωής κατά τη διάρκεια του χειμώνα, που θα μπορούσαμε να εξετάσουμε και στη χώρα μας», είπε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στο ενδεχόμενο ενός lockdown, ο υπουργός Επικρατείας τόνισε πως «δεν νοείται» κάτι τέτοιο καθώς πλέον έχουμε εμβόλιο και εμβολιασμένους 3 στους 4 ενηλίκους. «Το εμβόλιο είναι ασφαλές και αποτελεσματικό και λειτουργεί σαν καταλύτης για την αλλαγή του μοντέλου διαχείρισης και συμβίωσης με την πανδημία. Επιπλέον τα σχολεία μας λειτουργούν χωρίς συρροές από την αρχή της χρονιάς χάρη στα self-test και τις μάσκες. 'Αρα μαθαίνουμε να ζούμε με τον ιό χωρίς ακραία περιοριστικά μέτρα», εξήγησε, εκτιμώντας μάλιστα ότι πρακτικά το lockdown θα ήταν απολύτως ατελέσφορο σήμερα.
Όπως είπε, αποτελεί μια αδικαιολόγητη και μη ανεκτή στέρηση ελευθερίας για τους εμβολιασμένους. '«Αρα δεν θα εφαρμοζόταν», είπε. «Επιπλέον θα παρείχε άλλοθι στους ανεμβολίαστους να μην κάνουν την φρόνιμη επιλογή της ατομικής τους προστασίας μέσω του εμβολίου. Και φυσικά θα ήταν μια συνταγή καταστροφής για την οικονομία και την κοινωνική συνοχή. Η στρατηγική μας συνεπώς παραμένει σταθερή, όποιος κάνει το εμβόλιο κερδίζει την ελευθερία του, συνεχίζοντας ωστόσο να τηρεί τα μέτρα ατομικής προστασίας. Τα συχνά τεστ είναι αναγκαία και για τους εμβολιασμένους ειδικά κατά τη διάρκεια του χειμώνα και βεβαίως δεν ξεχνάμε ποτέ τη μάσκα που είναι ένα πολύ αποτελεσματικό μέτρο αποτροπής της μετάδοσης για εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους», συνέχισε.
Πού θα μπορούσε να επεκταθεί η υποχρεωτικότητα
Όσον αφορά την υποχρεωτικότητα, ο κ. Σκέρτσος υποστήριξε ότι λέγεται πολύ πιο εύκολα από όσο μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη. «Επίσης μπορεί να αποτελεί το ύστατο μέτρο όχι οριζόντια αλλά μόνο σε χώρους και δραστηριότητες με υψηλή διασπορά του ιού. Κυρίως όμως για να έχει πρακτικό αποτέλεσμα πρέπει να συνδέεται με συγκεκριμένες κυρώσεις οι οποίες θα πρέπει και να μπορούν να επιβληθούν. Προαιρετική υποχρεωτικότητα όπως την αντιλαμβάνεται η αντιπολίτευση δεν υπάρχει», συμπλήρωσε.
Ο ίδιος σημείωσε επίσης ότι η υποχρεωτικότητα στο χώρο της εστίασης δεν έχει εφαρμοστεί πουθενά στον κόσμο», ενώ υποστήριξε ότι η επέκταση της υποχρεωτικότητας στους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους δεν έχει «πρακτικό αντίκρισμα ούτε θα φέρει σημαντικό ανοσολογικό αποτέλεσμα καθώς απομένουν λίγοι ανεμβολίαστοι και το πρόβλημα είναι στους άνω των 60».
Για τους ένστολους ειδικότερα, διερωτήθηκε αν «θα δεχόμασταν η ΕΛΑΣ να λειτουργεί π.χ. με -20% αστυνομικούς που δεν μπορούν να αναπληρωθούν εύκολα λόγω της ειδικής εκπαίδευσης που οφείλουν να έχουν, και να λείψουν έτσι από την ασφάλεια των γειτονιών μας. Όσο για το ταυτοτικού τύπου επιχείρημα "δεν μπορεί να ελέγχει εμβολιασμένους πολίτες ένας ανεμβολίαστος αστυνομικός" είναι τόσο ισχυρό όσο το "δεν μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις ΚΟΚ ένας αστυνομικός χωρίς δίπλωμα οδήγηση"», πρόσθεσε.
Πρέπει να απευθυνθούμε πιο στοχευμένα στους πολίτες άνω των 60 ετών
Αναφερόμενος στα στοιχεία του εμβολιασμού της χώρας, ο κ. Σκέρτσος δήλωσε ότι στην Ελλάδα έως σήμερα έχει επιλέξει να εμβολιαστεί το 75% των ενηλίκων και το 35% των ανηλίκων 12 έως 17 ετών. «Τα ποσοστά αυτά μπορεί να μην θωρακίζουν όλο τον πληθυσμό όμως σίγουρα δεν είναι ευκαταφρόνητα. Σας θυμίζω ότι σε ειδικές δημοσκοπήσεις πέρυσι τέτοιο καιρό μόλις το 33% των ενηλίκων δήλωνε ότι θα εμβολιαστεί σίγουρα. Συνεπώς ας μην είμαστε ισοπεδωτικοί», κάλεσε ο υπουργός Επικρατείας.
Ο ίδις αναγνώρισε ότι «άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης έχουν πετύχει υψηλότερα ποσοστά και δεν αντιμετωπίζουν με την ίδια ένταση -παρά τη σχετική εποχική έξαρση που σημειώνεται και εκεί- τη λεγόμενη πλέον "πανδημία των ανεμβολίαστων". Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς και η συναίνεση που χαρακτηρίζει εκεί τους πολιτικούς θεσμούς βοήθησε σημαντικά σε αυτό. Ταυτόχρονα όλες οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης έχουν πολύ χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού από εμάς. Εμείς βρισκόμαστε κάπου στη μέση με επιδόσεις αντίστοιχες με άλλες κεντροευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία και η Αυστρία που επίσης βιώνουν αυτή την περίοδο μια μεγάλη έξαρση του 4ου κύματος».
Συμπερασματικώς, υποστήριξε ότι «μιλάμε για πανδημία των ανεμβολίαστων -παρότι νοσούν και εμβολιασμένοι- διότι οι ανεμβολίαστοι είναι αυτοί που νοσηλεύονται σε ΜΕΘ κατά 85-90%».
«Αυτό είναι ένα μήνυμα προς όλους τους σκεπτικιστές περί τον εμβολιασμό. Να δουν δηλαδή πόσο πιο ήπια περνούν το 4ο κύμα οι χώρες που πέτυχαν πολύ υψηλά ποσοστά εμβολιασμού ειδικά στις ηλικίες άνω των 60 ετών», υπογράμμισε, ενώ απαντώντας στο ερώτημα αν πρέπει να απευθυνθούμε πιο στοχευμένα στους πολίτες άνω των 60 ετών δήλωσε: «Απολύτως. Εμείς θέλουμε να εμβολιαστεί όλος ο ενήλικος πληθυσμός όμως το πρόβλημα στη χώρα μας, όπως επανειλημμένα έχουμε πει, εντοπίζεται κυρίως στο 20% των πολιτών άνω των 60, είναι περίπου 580.000 συμπολίτες μας, που παραμένουν ανεμβολίαστοι. Διότι αυτοί είναι με βάση όλα τα δεδομένα νοσηλειών, ΜΕΘ και θανάτων οι πιο ευάλωτοι στον κορωνοϊό ασθενείς».
Και με τη γλώσσα των αριθμών και των παραδειγμάτων, «σε όρους νοσηλειών ο εμβολιασμός ενός 70άρη ισοδυναμεί με τον εμβολιασμό 31 νεότερων ανθρώπων. Ή διαφορετικά, αν είχαμε καταφέρει σήμερα να είναι εμβολιασμένο αντί για το 80% το 95% των ηλικιών 60+, οι βαριές νοσηλείες στις ΜΕΘ θα ήταν περίπου 100 αντί για 480. Τόσο σημαντικό είναι να επιμείνουμε στην θωράκιση αυτής ειδικά της ηλικιακής ομάδας. Το μήνυμα λοιπόν προς τους πολίτες άνω των 60 ετών είναι να ακούσουν τους ειδικούς και να προστατεύσουν έστω και τώρα την πολύτιμη υγεία τους».