Το βιβλίο «Ρού» της Κιμ Τούι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση Δάφνης Κιούση.
Ρού σημαίνει στα παλαιά γαλλικά «μικρό ρυάκι» και μεταφορικά «ροή δακρύων, αίματος, χρημάτων». Στα βιετναμέζικα σημαίνει «νανούρισμα, νανουρίζω».
Το «Ρού» είναι η αποσπασματική αφήγηση μιας Βιετναμέζας προσφυγοπούλας από τη Σαϊγκόν, που μαζί με τους άλλους πρόσφυγες εγκατέλειψαν με πλοιάριο το Νότιο Βιετνάμ στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν η χώρα ζούσε τον εμφύλιο σπαραγμό, κατάφεραν να διασχίσουν τον κόλπο του Σιάμ και να φτάσουν σώοι αλλά απογυμνωμένοι στην Μαλαισία, κινδυνεύοντας από τις θαλασσοταραχές και τους πειρατές.
Η αφηγήτρια και η οικογένειά της βρήκαν καταφύγιο στον Καναδά. Τριάντα χρόνια αργότερα, ενσωματωμένη στον νέο τόπο, η συγγραφέας αφηγείται τη ζωή στην παραδείσια και τραυματισμένη γενέθλια χώρα, μαζί με τη σταδιακή και δύσκολη ενηλικίωση και ενσωμάτωση στη χώρα υποδοχής. Μια ζωή που γεννήθηκε μέσα από τα συντρίμμια, σε μια αφήγηση με σπαράγματα μνήμης, οικογενειακές στιγμές με θείους, γιαγιάδες, παππούδες και παιδιά, σχέσεις ερωτικές –όλα δοσμένα με ποιητικότητα, ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, και με αισθησιασμό, σ’ ένα κείμενο γεμάτο μυρωδιές, εικόνες και ευαισθησία, που σαν νανούρισμα θεραπεύει τρυφερά το τραύμα. «Είδα το φως του ήλιου στη Σαϊγκόν, εκεί όπου τα απομεινάρια από τα θρυμματισμένα σε χίλια κομμάτια βαρελότα έβαφαν κόκκινο το έδαφος, όπως τα πέταλα από τα άνθη στις κερασιές, ή όπως το αίμα των δύο εκατομμυρίων παραταγμένων στρατιωτών που είχαν διασκορπιστεί στις πόλεις και στα χωριά ενός Βιετνάμ σκισμένου στα δύο. Γεννήθηκα στη σκιά αυτού του βεγγαλοστόλιστου ουρανού που τον κοσμούσαν φωτεινές γιρλάντες, που τον διέσχιζαν πύραυλοι και ρουκέτες».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]