Οι κεντρικοί τραπεζίτες στην αρμόζουσα θέση

Πέμπτη, 29 Ιουλίου 2021 13:36
REUTERS/Kai Pfaffenbach
A- A A+

Από την έντυπη έκδοση

Του Χάουαρντ Ντέιβις*

Στη λίστα των Forbes «Οι Πιο Ισχυροί Άνθρωποι στον Κόσμο» για το 2012, ο Μπεν Μπερνάκε, τότε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, κατείχε την 6η θέση, ενώ ο Μάριο Ντράγκι, τότε διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, βρισκόταν στην όγδοη. Και οι δύο κατατάχθηκαν υψηλότερα από τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Καθώς η παγκόσμια οικονομία βρέθηκε αντιμέτωπη με τα επακόλουθα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008, μαζί με τον Ευρωπαίο «ξάδελφό» της, την κρίση της Ευρωζώνης, οι κεντρικές τράπεζες βρέθηκαν στη θέση του οδηγού, εφαρμόζοντας την ποσοτική χαλάρωση σαν να μην υπήρχε αύριο. Ήταν, όπως λέγεται συχνά, «το μόνο παιχνίδι στην πόλη». Ακόμα και εκείνη την εποχή, κάποιοι πίστευαν ότι υπήρχε ένα στοιχείο μεγαλομανίας στην πολιτική τους.

Αυτή η φορά είναι διαφορετική. Αν και οι κεντρικές τράπεζες εξακολουθούν να αγοράζουν ομόλογα συνεχώς, η δημοσιονομική πολιτική ήταν η βασική απάντηση στην πανδημία Covid-19. Στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και το Κογκρέσο ηγήθηκαν της πολιτικής αυτής. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρίσκεται στο επίκεντρο του Next Generation EU ύψους 750 δισ. ευρώ, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο υπουργός Οικονομικών Ρίσι Σουνάκ υπογράφει «επιταγές».

Είναι λοιπόν οι κεντρικοί τραπεζίτες τα δεύτερα βιολιά στην ορχήστρα των υπουργείων Οικονομικών, έναν ρόλο τον οποίο λίγοι επιδιώκουν;

Φαίνεται πως είναι, καθώς τους τελευταίους 18 μήνες παρατηρήθηκε μια αξιοσημείωτη επέκταση του πεδίου δραστηριότητας των κεντρικών τραπεζών, κυρίως λόγω των δικών τους φιλοδοξιών. Έτσι, έχουν στραφεί στο πεδίο της κλιματικής αλλαγής, υποστηρίζοντας ότι η οικονομική σταθερότητα μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο από την αύξηση της θερμοκρασίας και ότι οι κεντρικές τράπεζες, ως αγοραστές ομολόγων και ως εποπτικές τράπεζες, μπορούν και πρέπει να λειτουργούν προληπτικά στην αύξηση του κόστους πίστωσης για τις εταιρείες δίχως ένα αξιόπιστο σχέδιο μετάβασης για το επόμενο στάδιο. Αυτή είναι μια πολλά υποσχόμενη νέα επιχειρηματική γραμμή, η οποία είναι πιθανό να αναπτυχθεί.

Οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν επίσης να εισχωρήσουν στους μηχανισμούς της κοινωνίας, συγκεκριμένα στην πολιτική απάντηση για την αύξηση των εισοδημάτων και στην περιουσιακή ανισότητα, ένα άλλο θέμα με έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά. Εν μέρει, αυτό το ενδιαφέρον για την ανισότητα είναι μια αμυντική κίνηση. Οι κεντρικές τράπεζες επλήγησαν από την αυξανόμενη κριτική ότι η πολιτική με χαμηλά ή και αρνητικά επιτόκια, σε συνδυασμό με την ποσοτική χαλάρωση, απέφερε στα πλουσιότερα μέλη της κοινωνίας τεράστια κέρδη χωρίς συμβιβασμούς, ανεβάζοντας τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων.

Εκείνα τα τυχερά μέλη της κοινωνίας με χρήματα για να επενδύσουν σε μετοχές, ακίνητα υψηλού επιπέδου και ακριβά έργα τέχνης έχουν δει την καθαρή τους περιουσιακή αξία να αυξάνεται ραγδαία, καθώς τα κεφάλαια ρέουν σε περιουσιακά στοιχεία με αξία. Έτσι, οι κεντρικοί τραπεζίτες αναγκάστηκαν να υπερασπιστούν τις ενέργειές τους και να προσπαθήσουν να αποδείξουν ότι το μίγμα πολιτικής ωφέλησε επίσης τις φτωχότερες οικογένειες διατηρώντας τις θέσεις εργασίας. Μερικοί έχουν πειστεί από αυτό το επιχείρημα· άλλοι όχι τόσο πολύ.

Το μίγμα της αντίδρασης απαίτησε μια περαιτέρω απάντηση από τις νομισματικές αρχές. Ένα στοιχείο ήταν η ρητορική. Το 2009, λιγότερο από το 0,5% των ομιλιών όλων των κεντρικών τραπεζών που καταγράφηκαν στη βάση δεδομένων της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS) ανέφεραν τις ανισότητες ή τα αποτελέσματα των πολιτικών τους. Το 2021, το ποσοστό βρίσκεται στο 9%, σχεδόν 20 φορές περισσότερο.

Ωστόσο, αυτή η συζήτηση είναι ρηχή. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η ανησυχία για την ανισότητα επηρέασε την πολιτική (των κεντρικών τραπεζών); Πράγματι, υπάρχουν ενδείξεις ότι η νομισματική πολιτική μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μετριάσει ή να αντιστρέψει την αυξανόμενη ανισότητα;

Ο επικεφαλής οικονομολόγος της BIS, Κλαούντιο Μπόριο, πιστεύει ότι μπορεί. Υποστήριξε στο τέλος του περασμένου μήνα ότι «υπάρχουν πολλά που μπορεί να κάνει η νομισματική πολιτική για να προωθήσει μια πιο δίκαιη κατανομή στους επιχειρηματικούς κύκλους». Ένα μέρος του επιχειρήματος ακολουθεί την παράδοση, όπως αντλείται από το εγχειρίδιο 101 της κεντρικής τραπεζικής. Αναφέρεται στο «χάος που μπορεί να προκαλέσει ο υψηλός πληθωρισμός στα φτωχότερα τμήματα της κοινωνίας» και δείχνει ότι η εισοδηματική ανισότητα τείνει να μειωθεί όταν ο πληθωρισμός είναι κατά μέσο όρο λιγότερο από 5%. Τόσο συμβατικό μέχρι στιγμής, όσο ακούγεται.

Εντούτοις, δέχεται ότι μπορεί να υπάρξει πρόβλημα εάν τα επιτόκια διατηρηθούν χαμηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα έτσι ώστε να καταπολεμηθεί η ύφεση. Υπό αυτές τις συνθήκες, «μπορεί να υπάρξει αντιστάθμιση αναφορικά με την ανισότητα του πλούτου». Αυτό ισχύει ιδιαίτερα, όπως πιστεύει, στην περίπτωση των οικονομικών υφέσεων, οι οποίες μπορεί να είναι πιο μακροχρόνιες οπότε τα επιτόκια πρέπει να κρατηθούν χαμηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα, ούτως ώστε να επιτραπεί στις υπερβολικές πιστώσεις να λειτουργήσουν. Οπότε, ποια είναι η απάντηση; Μήπως «ένα πιο ολιστικό πλαίσιο μακροοικονομικής σταθερότητας».

Πρέπει να προσθέσω ότι δεν είμαι αρνητικός προς τον ολισμό. Όμως μπορεί να είναι ασαφής ως οδηγός για την πολιτική. Σε αυτήν την περίπτωση, αυτό που σημαίνει πρωτίστως είναι ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να αντισταθμίσουν τον αντίκτυπο της χαλαρής νομισματικής πολιτικής στα εισοδήματα και την ανισότητα του πλούτου με τη χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής, για να διασφαλίσουν ότι μετριάζεται η μετά τη φορολόγηση ανισότητα. Πρέπει επίσης να εργαστούν για τη ρύθμιση στην αγορά εργασίας με τη διαπραγματευτική δύναμη υπέρ των εργαζομένων. Και πρέπει να επενδύσουν περισσότερο στην εκπαίδευση. Αυτά φυσικά είναι όλα ωραία, αλλά μας απομακρύνουν από τις κεντρικές τράπεζες.

Μπορούν οι κεντρικές τράπεζες να κάνουν περισσότερα από το να μεταφέρουν χρήματα στα υπουργεία Οικονομικών και Οικονομίας; Όχι αρκετά: εάν είναι ρυθμιστικές των χρηματοοικονομικών, μπορούν να συμβάλουν στην προώθηση της οικονομικής ένταξης και της εκπαίδευσης, αλλά θα χρειαστούν δεκαετίες για να υπάρξει αποτέλεσμα. Μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιηθούν μακροπροληπτικές πολιτικές για την εξομάλυνση των πιστωτικών μεγεθών και ενδεχομένως έτσι να περιοριστεί το μέγεθος του προβλήματος που προσπαθούν να επιλύσουν τα χαμηλά επιτόκια. Είναι πολύ νωρίς από την υιοθέτησή τους μετά την οικονομική κρίση, για να μάθουμε αν αυτό θα συμβεί.

Το ελαφρώς καταθλιπτικό συμπέρασμα είναι ότι οι τρέχουσες ρυθμίσεις της νομισματικής πολιτικής στις ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου είναι πιθανό να δημιουργήσουν μεγαλύτερη περιουσιακή ανισότητα και ότι βραχυπρόθεσμα, δεν μπορούν οι νομισματικές και ρυθμιστικές αρχές να κάνουν πολλά γι' αυτή, εκτός από το να την αναφέρουν στις ομιλίες. Για να επιλυθεί το πρόβλημα, θα χρειαστεί να δούμε τους υπουργούς Οικονομικών να εφαρμόζουν πολιτικές ανακατανομής με ισχυρή πολιτική εντολή, αντί οι κυβερνήτες και οι αξιωματούχοι και της Fed να εμφανίζονται με εξέχοντες ρόλους στις λίστες με τους ισχυρούς ανθρώπους αυτής της δεκαετίας.

Copyright: Project Syndicate, 2021www.project-syndicate.org

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή