Από την έντυπη έκδοση
Του Τζιμ Ο’ Νιλ , πρώην πρόεδρος της Goldman Sachs Asset Management και πρώην υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι πρόεδρος στο Chatham House
Είναι μάλλον πρόωρο να κάνουμε μια αξιολόγηση των πιθανών συνεπειών της πανδημίας του Covid-19, κυρίως επειδή μπορεί να υπάρχουν ακόμη πολλές ανατροπές. Και μόλις νικήσουμε τον κορωνοϊό, μερικές από τις αλλαγές που προκλήθηκαν από την πανδημία στη ζωή μας μπορεί να αποδειχθούν προσωρινές. Αλλά έχοντας υπόψη αυτές τις προειδοποιήσεις, έχουμε τη δυνατότητα να αρχίσουμε να βγάζουμε κάποια συμπεράσματα.
Πρώτον, φαίνεται αρκετά σαφές ότι μόλις εμφανιστεί ένας νέος, εξαιρετικά μολυσματικός και επικίνδυνος ιός πρέπει να ενεργήσουμε επιθετικά για να εξαλειφθεί το συντομότερο δυνατό, αντί να περιμένουμε και να ελπίζουμε να μάθουμε περισσότερα.
Περισσότερο από έναν χρόνο μετά το αρχικό ξέσπασμα του Covid-19 στην Κίνα, πολλές από τις χώρες της περιοχής Ασίας - Ειρηνικού που έλαβαν πιο επιθετικά μέτρα για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού φαίνεται να βρίσκονται σε πολύ ισχυρότερη θέση από τη Δύση. Για παράδειγμα, πρόσφατα η Δυτική Αυστραλία αντέδρασε σε μία μόνο υπόθεση Covid-19, κλειδώνοντας την πόλη του Περθ για πέντε ημέρες. Εδώ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, αντιθέτως, οι φωνές για χαλάρωση εμφανίσθηκαν ενώ υπήρξαν ενδείξεις ότι οι τρέχουσες εισαγωγές στα νοσοκομεία και οι αναφερόμενοι θάνατοι έχουν φτάσει στην κορύφωσή τους και το ημερήσιο ποσοστό νέων κρουσμάτων είναι πολύ πάνω από τα 15.000. Ο τερματισμός του lockdown είναι προφανώς επιθυμητός, αλλά όπως έχει μάθει το Ηνωμένο Βασίλειο, οποιαδήποτε χαλάρωση των περιορισμών θα είναι προσωρινή, εκτός εάν ο αριθμός των ενεργών κρουσμάτων μειωθεί δραματικά.
Δεύτερον, ορισμένες χώρες εμβολιάζουν τους πληθυσμούς τους γρηγορότερα από κάποιες άλλες. Στις χώρες που προηγούνται περιλαμβάνεται το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο εξηγεί εν μέρει τις δυνατές εκκλήσεις για χαλάρωση του lockdown. Τα αρχικά στοιχεία δείχνουν ότι τα εμβόλια για τον Covid-19 βοηθούν όχι μόνο στη μείωση της κλίμακας των σοβαρών ασθενειών, αλλά και στη μείωση της μετάδοσης. Αυτά θα μπορούσαν να είναι υπέροχα νέα και -εάν προκύψουν ισχυρότερα σημάδια αποτελεσματικότητας των εμβολίων- σηματοδοτεί την αρχή του τέλους της πανδημίας. Αλλά αν οι κυβερνήσεις άρουν τα lockdowns πολύ νωρίς, ο κίνδυνος νέων μεταλλάξεων του κορωνοϊού ανθεκτικών στα τρέχοντα εμβόλια θα αυξηθεί.
Τρίτον, αν και τα πρώτα εγκεκριμένα εμβόλια προσαρμόστηκαν στην έρευνα που είχε ήδη ξεκινήσει για άλλους σκοπούς, η πανδημία μπορεί κάλλιστα να βελτιώσει μόνιμα ολόκληρη τη διαδικασία ανάπτυξης των εμβολίων, από την έρευνα έως τις κλινικές δοκιμές και τις ρυθμιστικές διαδικασίες έγκρισης. Εάν γίνει αυτό, θα μας βοηθήσει να καταπολεμήσουμε τις μελλοντικές μεταλλάξεις, καθώς και τις νέες πανδημίες. Η πανδημία μπορεί επίσης να ενισχύσει τη συνολική αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα του φαρμακευτικού τομέα (σε αντίθεση με την κερδοφορία του). Έτσι, ίσως οι εταιρείες φαρμάκων θα είναι επίσης σε θέση να αναπτύξουν νέα αντιβιοτικά πολύ νωρίτερα από ό,τι η συμβατική σοφία θα μας έκανε να πιστεύουμε.
Τέταρτον, η κρίση του Covid-19 έδειξε ότι οι κυβερνήσεις μπορούν να ξοδέψουν πολύ περισσότερα χρήματα χωρίς να διαταράξουν τις αγορές από ό,τι πίστευαν οι περισσότεροι. Παρόλο που τα υψηλά και αυξανόμενα επίπεδα του δημόσιου χρέους έθεσαν τεράστια ερωτήματα, το γεγονός ότι οι χρηματοοικονομικές συνθήκες παρέμειναν τόσο πράες -με τις αγορές ομολόγων, ιδίως, φαινομενικά απροβλημάτιστες- αυξάνει την πιθανότητα οι κυβερνήσεις να είναι δημοσιονομικά πιο φιλόδοξες από ό,τι πιστεύουν πολλοί. Αυτό θα μπορούσε να έχει βαθιές συνέπειες στις συζητήσεις για την οικονομική πολιτική, που κυμαίνονται από το εάν η Ευρωζώνη πρέπει να καταργήσει τους δημοσιονομικούς της κανόνες, περιορίζοντας το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ, έως το εάν οι κυβερνήσεις πρέπει να διατηρήσουν μια μόνιμη παρουσία σε ορισμένους τομείς όπου προηγουμένως απουσίαζαν.
Για παράδειγμα, μου φαίνεται προφανές ότι χρειαζόμαστε μια σημαντική αναθεώρηση των δημοσίων δαπανών, που οδηγεί σε μια σαφή διάκριση μεταξύ των επενδύσεων και των καταναλωτικών (ή των συντηρητικών) δαπανών. Εάν οι κρατικές επενδυτικές δαπάνες αποτελούν πηγή μελλοντικής οικονομικής ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα, ιδίως σε περιοχές με μεγάλο θετικό πολλαπλασιαστή, αυτή η κρίση έχει δείξει την αλόγιστη διαχείριση όλων των κρατικών δαπανών. Αυτό ισχύει για την υγεία και την εκπαίδευση ειδικότερα, αλλά και για πολλούς άλλους τομείς -συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο οι κυβερνήσεις προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή. Κυρίως, οι κυβερνήσεις πρέπει επίσης να διαδραματίσουν μεγαλύτερο ρόλο στην εξασφάλιση, ότι όλοι οι πολίτες έχουν πρόσβαση στις ψηφιακές τεχνολογίες (με τον ίδιο τρόπο που θα πρέπει να διασφαλίζουν την καθολική πρόσβαση στην εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη). Εάν δεν έχουν όλοι πρόσβαση στην τεχνολογία, οι σημαντικές εθνικές πρωτοβουλίες, όπως τα προγράμματα δοκιμών και ανίχνευσης του Covid-19 είναι απίθανο να στεφθούν με επιτυχία.
Πέμπτον, ανεξάρτητα από τον κανόνα για την απομακρυσμένη εργασία μετά την πανδημία, οι εργασιακές συνήθειες αναμένεται να είναι πιο ευέλικτες. Αυτό θα έχει πολλές θετικές συνέπειες, όπως πολύ λιγότερο χάσιμο χρόνου στη μετακίνηση, λιγότερη πίεση για αναβαθμίσεις στις συμβατικές μεταφορικές υποδομές, μεγαλύτερες και πιο «ρευστές» αγορές εργασίας και ίσως ακόμη και αύξηση της παραγωγικότητας.
Έκτον, η κρίση έχει επιταχύνει τη στροφή προς τα τεχνολογικά βελτιωμένα εργαλεία, ειδικά για τους καταναλωτές, δημιουργώντας έτσι αμφιβολίες για το μέλλον πολλών λιανοπωλητών. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει επομένως να επανεξετάσουν ορισμένες πτυχές της φορολογίας, συμπεριλαμβανομένης της εύρεσης νέων πηγών εσόδων από τις διαδικτυακές επιχειρήσεις. Αυτό μπορεί να επιτρέψει σε πολλούς παραδοσιακούς λιανοπωλητές, τουλάχιστον, να έχουν πιο δίκαιες πιθανότητες να συνεχίσουν να διαδραματίζουν ρόλο στις αγοραστικές μας συνήθειες.
Έβδομον, η λειτουργία των ακινήτων στις πόλεις, ειδικά ίσως στα μεγάλα αστικά κέντρα, θα πρέπει να προσαρμοστεί. Αυτό θα απαιτήσει νέες ιδέες για τις σχέσεις μεταξύ των γραφείων, των καταστημάτων και των σπιτιών, καθώς και για τις μεταφορές. Η ιδέα για ευέλικτους και κοινόχρηστους χώρους γραφείων μπορεί να ενσωματωθεί στην επόμενη γενιά εργαζομένων.
Τέλος, η κρίση του Covid-19 επιτάχυνε την παγκόσμια άνοδο της Ασίας αναφορικά με τη σχετική οικονομική ανάπτυξη, με την Κίνα να οδηγεί αυτή την άνοδο. Η αντίθεση της δομής διακυβέρνησης της Κίνας και εκείνης των δυτικών δημοκρατιών -όσον αφορά τόσο τις παγκόσμιες ρυθμίσεις της διακυβέρνησης όσο και τη διαχείριση των διμερών σχέσεων- θα καταστεί ένα ακόμη μεγαλύτερο ζήτημα για πολλούς ηγέτες από ό,τι είναι ήδη.
Copyright: Project Syndicate, 2021
www.project-syndicate.org