Είναι σαφές πως ο εμβολιασμός μειώνει το ιικό φορτίο, αλλά δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο εάν αυτή η μείωση είναι αρκετή για να εμποδίσει τη μετάδοση του κορονοϊού, αναφέρει σε ανάρτησή του στο Facebook ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας, Ηλίας Μόσιαλος, της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE).
Όπως επισημαίνει, ένα από τα ερωτήματα που αναμένεται να απαντηθεί με τους μαζικούς εμβολιασμούς, είναι εάν τα εμβόλια μπορούν να εμποδίσουν τη μετάδοση ή, με άλλα λόγια, αν οι εμβολιασμένοι θα είναι μεταδοτικοί αν κολλήσουν τον ιό. Πολλές μελέτες έχουν ήδη δείξει πως τα άτομα που στα τεστ φαίνεται να φέρουν υψηλότερο ιικό φορτίο, τείνουν να είναι πιο μολυσματικά και πολύ συχνά νοσούν επίσης πιο σοβαρά από τον κορωνοϊό.
Για να αξιολογηθεί η επίδραση των εμβολιασμών στη μετάδοση του ιού, στο Ισραήλ αναλύθηκαν δεδομένα από 16.297 άτομα που διαγνώστηκαν με θετικό τεστ μεταξύ 1ης Δεκεμβρίου και 30ής Ιανουαρίου. Στη μελέτη -που δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί- συνέκριναν δεδομένα από άτομα άνω των 60 ετών και άτομα ηλικίας 40 έως 60 ετών. Το πρόγραμμα μαζικού εμβολιασμού στο Ισραήλ ξεκίνησε στις 20 Δεκεμβρίου. Μέχρι τη στιγμή της ανάλυσης, ποσοστό μεγαλύτερο από 75% εκείνων στην ηλικιακή ομάδα των 60 ετών και άνω ήταν πιθανό να είχαν λάβει μία δόση, όπως επίσης περίπου το 25% της ομάδας των νεότερων.
Όπως ήταν αναμενόμενο, σημειώθηκε μια στατιστικά σημαντική πτώση στα αποτελέσματα των τεστ που έκαναν άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών, σε σύγκριση με την ομάδα 40 έως 60 ετών. Συσχετίζοντας την τιμή στα αποτελέσματα όπως προκύπτουν από μοριακά τεστ PCR, υπολογίστηκε ότι το εμβόλιο μείωσε το ιικό φορτίο από 1,6 έως 20 φορές στα άτομα που διαγνώστηκαν με θετικό τεστ. Δηλαδή οι εμβολιασμένοι έφεραν πλέον χαμηλότερο ιικό φορτίο. Κάποια αντίστοιχα προκαταρκτικά αποτελέσματα υπάρχουν και για τα εμβόλια της Οξφόρδης/AstraZeneca και της Moderna.
Όπως τονίζει ο κ. Μόσιαλος, «όλα αυτά τα αποτελέσματα αυτά είναι πολύ ενθαρρυντικά, αλλά δεν δίνουν οριστικές απαντήσεις. Δηλαδή, είναι σαφές πως ο εμβολιασμός μειώνει το ιικό φορτίο, αλλά δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο εάν αυτή η μείωση είναι αρκετή για να εμποδίσει τη μετάδοση. Θα χρειαστούμε μεγαλύτερο πληθυσμιακό δείγμα και έγκριτες δημοσιεύσεις για να έχουμε σαφείς απαντήσεις. Επιπλέον θα χρειαστεί στενότερη παρακολούθηση και συχνή δειγματοληψία αλλά και μελέτες ιχνηλάτησης όσων κόλλησαν, μετά τον εμβολιασμό. Το “κλειδί” και για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης περισσότερων παραλλαγών και για την επιστροφή στην κανονικότητα είναι η διακοπή της εξάπλωσης της λοίμωξης μέσω των εμβολιασμών. Και ελπίζουμε σε απαντήσεις και σε καλά νέα σύντομα».