Ο Δημοκρατικός Τζο Μπάιντεν εγκαθίσταται αύριο, Τετάρτη, στον Λευκό Οίκο σε μια στιγμή που περισσότεροι από 3.000 Αμερικανοί πεθαίνουν κάθε μέρα από την Covid-19, σχεδόν ένα εκατομμύριο εγγράφονται κάθε εβδομάδα στα ταμεία ανεργίας και δεκάδες εκατομμύρια αμφιβάλλουν για τη νομιμότητα της προεδρίας του.
«Αυτό που είναι μοναδικό με τον Μπάιντεν, δεν είναι τόσο το ότι η χώρα βρίσκεται σε κρίση, αλλά ο αριθμός των ταυτόχρονων κρίσεων» που θα έχει να αντιμετωπίσει από τις πρώτες ημέρες της θητείας του, αναφέρει η πολιτειολόγος Μέρι Στάκεϊ του πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια.
Ορισμένες από τις κρίσεις αυτές, όπως η πανδημία και η ύφεση, είναι συγκυριακές και συνδέονται. Άλλες, οι πολιτικές και οι φυλετικές διαιρέσεις, έχουν τη δική τους λογική, που είναι παλιά. Όμως θα πρέπει να τις αντιμετωπίσει όλες αμέσως, ενώ η Γερουσία θα είναι εν μέρει απασχολημένη με τη δίκη του Ντόναλντ Τραμπ για «υποκίνηση στάσης».
Η πανδημία
Ουδέποτε μετά την ισπανική γρίπη του 1918 η υγειονομική κατάσταση ήταν τόσο σοβαρή.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η χώρα που έχει πληγεί περισσότερο στον κόσμο από την Covid-19, με 24 εκατομμύρια κρούσματα και σχεδόν 400.000 νεκρούς. Και η εμφάνιση του νέου παραλλαγμένου στελέχους του ιού, που εντοπίσθηκε πρώτα στη Βρετανία, προκαλεί φόβους για το χειρότερο.
Μια τεράστια εκστρατεία εμβολιασμού άρχισε στα μέσα Δεκεμβρίου, όμως προχωρεί πολύ πιο αργά απ' ό,τι προβλεπόταν: μόνο δέκα εκατομμύρια άνθρωποι έχουν κάνει μια πρώτη δόση του εμβολίου, πολύ κάτω από τα 20 εκατομμύρια που προβλέπονταν μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 2020 από την απερχόμενη κυβέρνηση.
Ο Τζο Μπάιντεν υποσχέθηκε να αυξήσει ταχύτητα για να φθάσει τους 100 εκατομμύρια εμβολιασμούς την 100η ημέρα της προεδρίας του. «Είμαι πεπεισμένος πως μπορούμε να τα καταφέρουμε», δήλωσε. «Διακυβεύεται η υγεία του Έθνους».
Ανεργία και ύφεση
Τα μέτρα περιορισμού, που υιοθετήθηκαν για να αναχαιτισθεί η εξάπλωση του ιού, κατέφεραν βίαιο πλήγμα στην οικονομία, η οποία, σύμφωνα με την αμερικανική κεντρική τράπεζα (Fed), συρρικνώθηκε το 2020 κατά 2,4%.
Πολυάριθμες επιχειρήσεις υποχρεώθηκαν να κλείσουν και να απολύσουν το προσωπικό τους. Άλλοι μισθωτοί παραιτήθηκαν για να ασχοληθούν με τα παιδιά τους, καθώς τα σχολεία έκλεισαν. Συνολικά 18 εκατομμύρια Αμερικανοί ζουν σήμερα με επιδόματα ανεργίας.
«Ο ανθρώπινος πόνος είναι ολοφάνερος και δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο», σχολίασε ο Τζο Μπάιντεν αποκαλύπτοντας ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης ύψους 1,9 τρισεκατομμυρίου δολαρίων, το οποίο θέλει να επικυρωθεί το συντομότερο από το Κογκρέσο.
Ως αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα είχε ήδη επιβλέψει ένα γιγάντιο σχέδιο ανάκαμψης μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2009, η οποία είχε ρίξει σκιά ήδη από τις αρχές της θητείας τους.
Αυτή τη φορά η πρόκληση είναι εντελώς διαφορετική: «οφείλει να διαχειρισθεί την οικονομική κρίση, προσπαθώντας να εμβολιάσει 300 εκατομμύρια ανθρώπους και ηγούμενος ενός σοβαρά διαιρεμένου έθνους», επισημαίνει η Σίρλεϊ Αν Ουάρσοου, καθηγήτρια πολιτικών επιστημών στο Κολέγιο Γκέτισμπεργκ.
Οι δύο τάσεις των Ρεπουμπλικανών
Έπειτα από τέσσερα χρόνια μιας προεδρίας πρόθυμης να θέσει τους Αμερικανούς τους μεν εναντίον των δε, η μετεκλογική σταυροφορία του Ντόναλντ Τραμπ μεγάλωσε ακόμη περισσότερο το χάσμα.
Προφασιζόμενος «απάτες», ο Ρεπουμπλικάνος αρνήθηκε να παραδεχθεί την ήττα του. Μολονότι απέτυχε να πείσει τα δικαστήρια, έσπειρε την αμφιβολία στο μυαλό εκατομμυρίων υποστηρικτών του, οι πιο ένθερμοι από τους οποίους έκαναν έφοδο στις 6 Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν να γνωρίσουν τέτοια κρίση πολιτικής νομιμότητας από την ορκωμοσία του Αβραάμ Λίνκολν» το 1861, που είχε σημάνει την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου, αναφέρει ο Ντέιβιντ Φάρμπερ, καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Κάνσας.
Καθώς κατηγορείται ότι ενθάρρυνε αυτές τις βιαιότητες, ο Ντόναλντ Τραμπ πρόκειται να δικαστεί από τη Γερουσία. «Αυτό θα φάει χρόνο τον οποίο έχει ανάγκη ο Τζο Μπάιντεν» για να ξεκινήσει τα εργοτάξιά του, επισημαίνει ο Φάρμπερ.
Επιπλέον, μολονότι ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι πήραν τελικά αποστάσεις από τον ορμητικό δισεκατομμυριούχο, «αυτός θα παραμείνει μια θορυβώδης δύναμη, ίσως σε όλη τη διάρκεια της προεδρίας του Μπάιντεν, ο οποίος δεν θα μπορεί να κάνει πολλά πράγματα γι' αυτό», προσθέτει ο ιστορικός.
Ο δημοκρατικός που υποσχέθηκε να «συμφιλιώσει την Αμερική» υπάρχει κίνδυνος να σκοντάψει στην ύπαρξη «δύο διαφορετικών οικοσυστημάτων μέσων ενημέρωσης που προσφέρουν στους ανθρώπους δύο διαφορετικές οπτικές του κόσμου», σύμφωνα με την πολιτειολόγο Μέρι Στάκεϊ.
Φυλετικές εντάσεις
Οι μεγάλες διαδηλώσεις του καλοκαιριού, συνέπεια του φόνου του Τζορτζ Φλόιντ από έναν λευκό αστυνομικό, έχουν σβήσει, όμως ο δημοκρατικός εξελέγη με μαζική στήριξη από τον μαύρο πληθυσμό και οφείλει πλέον να ικανοποιήσει τις προσδοκίες του.
«Οι φυλετικές ανισότητες βρίσκονται παντού: στην οικονομία, την προσβαση στην κατοικία, στην ψήφο, στις αστυνομικές βιαιότητες... Πυορροούν εδώ και χρόνια», σύμφωνα με την Σίρλεϊ Αν Ουάρσοου, η οποία προβλέπει «ισχυρή κινητοποίηση της νέας κυβέρνησης» στο μέτωπο αυτό.
Ο Τζο Μπάιντεν έχει πλέον σχηματίσει μια ομάδα με μεγαλύτερη ποικιλία από ποτέ άλλοτε. «Δείχνει στους υποστηρικτές του πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιχειρήσουν να γυρίσουν τη σελίδα όσον αφορά τη φυλετική δικαιοσύνη», εκτιμά ο Ντέιβιντ Φάρμπερ.
«Η ενότητα δεν είναι μια χίμαιρα»
Μπροστά σ' όλες αυτές τις «προτεραιότητες», «θα χρειαστεί να επιδιώξουμε ταυτόχρονα πολλούς στόχους», παραδέχθηκε την Παρασκευή μιλώντας στον δημόσιο ραδιοσταθμό NPR η μέλλουσα αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις.
Αντιμέτωπος μ' όλα αυτά τα διαφορετικά εγχειρήματα, ο Τζο Μπάιντεν πιστεύει πως η βούλησή του να υπερβεί τις γραμμές πολιτικού διαχωρισμού είναι η μοναδική λύση: «Η ενότητα δεν είναι μια χίμαιρα, είναι ένα πρακτικό βήμα για να κάνουμε αυτά που έχουμε να κάνουμε μαζί, για τη χώρα».
Για την Μέρι Στάκεϊ, το δίδυμο βρίσκεται «στην κόψη του ξυραφιού: θα προχωρήσει ανάμεσα σε μεγάλες ευκαιρίες και πολλούς κινδύνους».
Ωστόσο προειδοποιεί κατά του πειρασμού να θεωρηθεί ο Τζο Μπάιντεν σωτήρας εξ ουρανού: «Αυτή η χώρα έχει εμμονή με τους προέδρους της, τους βλέπουμε σαν σωτήρες», αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε «πως δεν ελέγχουν τα πάντα, απέχουν πολύ από κάτι τέτοιο».