Του Γιώργου Φωκιανού
[email protected]
Μπορεί η άρνηση των Ευρωπαίων για ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων στη Βόρεια Μακεδονία να θέσει σε κίνδυνο τη Συμφωνία των Πρεσπών; O Ζόραν Ζάεφ υποστηρίζει πως μπορούν να παγώσουν κάποια κεφάλαια για εσωτερική χρήση. Ωστόσο, οι θεμελιώδεις αρχές της Συμφωνίας -από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν έθεσε κανένα «βέτο» στην ενταξιακή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας- δεν υπάρχει περίπτωση να θιγούν. Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι η κυβέρνηση της γειτονικής χώρας δεν θα έχει πλέον την ίδια ζέση για την υλοποίηση της Συμφωνίας.
Σε συνέντευξή του στο Euronews o Zάεφ τόνισε χαρακτηριστικά πως «υπάρχει σύνδεση μεταξύ της εφαρμογής της Συμφωνίας και του ανοίγματος και κλεισίματος των κεφαλαίων ένταξης. Ειδικά για την εσωτερική χρήση σε κάποιες περιπτώσεις».
Όπως σημείωσε ο Ζόραν Ζάεφ «υπάρχει σύνδεση, διότι οι Έλληνες φίλοι μας το δέχθηκαν πως μπορούμε να τα καταφέρουμε λόγω του μέλλοντος που έχει η Βόρεια Μακεδονία με την Ευρωπαϊκή Ένωση» και όπως πρόσθεσε «στο πλαίσιο αυτό, δεν υπάρχει δυνατότητα υλοποίησης της Συμφωνίας των Πρεσπών».
Μάλιστα, διεμήνυσε πως μέρος της Συμφωνίας θα παγώσει, διότι δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της. «Θα προσπαθήσουμε να υλοποιήσουμε κάποιες διατάξεις, όμως τα δύο συνδέονται μεταξύ τους, διότι η διαδικασία εναλλαγής των κεφαλαίων σημαίνει ότι θα παραδώσουμε την εθνική μας κυριαρχία στην Ευρωπαϊκή Ένωση», υπογράμμισε.
Μιλώντας στη «Ν» ο Ιωάννης Αρμακόλας – επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και κύριος ερευνητής στο Πρόγραμμα Νοτιοανατολικής Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ, δήλωσε πως ένα μικρό κομμάτι της υλοποίησης της Συμφωνίας των Πρεσπών που αφορά την erga omnes ονομασία της γειτονικής χώρας και ειδικότερα τη χρήση στο εσωτερικό συνδέεται με ενταξιακά κεφάλαια και ειδικότερα με το άνοιγμά τους, χωρίς ωστόσο -όπως τόνισε- να υπάρχει κίνδυνος στις θεμελιώδεις αρχές της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Παράλληλα, ο κ. Αρμακόλας υπογράμμισε πως η Συμφωνία για την αλλαγή ονομασίας της γειτονικής χώρας -με όλα τα συμπαρομαρτούντα που προβλέπονται- έγιναν με το κίνητρο της ευρωπαϊκής προοπτικής της γειτονικής χώρας. Σύμφωνα με τον ίδιο «δεν υπήρχε άλλος τρόπος να πειστούν, ο μόνος λόγος ήταν η προοπτική ένταξης στην Ε.Ε».
Όπως αναφέραμε οι θεμελιώδεις αρχές της Συμφωνίας δεν τίθενται σε κίνδυνο και όπως καταγράφεται στα σημεία της Συμφωνίας των Πρεσπών που αναφέρονται στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε.:
- «Το Πρώτο Μέρος (Ελλάδα) συμφωνεί να μην αντιταχθεί στην υποψηφιότητα ή την ένταξη του Δεύτερου Μέρους (Βόρεια Μακεδονία), υπό το όνοαμ και τις ορολογίας του Άρθρου 1 (3) της παρούσας Συμφωνίας, σε διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς Οργανισμούς και θεσμούς, όπου το Πρώτο Μέρος είναι μέλος.
- Το Δεύτερο Μέρος θα επιδιώκει ένταξη σε διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς Οργανισμούς και θεσμούς υπό το όνομα και τις ορολογίες του Άρθρου 1 (3) της παρούσας Συμφωνίας.
- Από τη θέση σε ισχύ της παρούσας Συμφωνίας κατ’ εφαρμογήν του Άρθρου 1 αυτής, το Πρώτο Μέρος θα κυρώσει οποιαδήποτε Συμφωνία προσχώρησης του Δεύτερου Μέρους σε διεθνείς Οργανισμούς, στους οποίους το Πρώτο Μέρος είναι μέλος.
- Ειδικότερα αναφορικά με τις διαδικασίες ένταξης του Δεύτερου Μέρους στην ΕΕ και τον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), θα εφαρμοσθούν τα ακόλουθα:
α. Το Δεύτερο Μέρος θα επιδιώξει ένταξη στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. υπό το όνομα και τις ορολογίες του Άρθρου 1 της παρούσης Συμφωνίας. Η προσχώρηση στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ θα λάβει χώρα υπό το ίδιο όνομα και ορολογίες.
β. Με τη λήψη της γνωστοποίησης της κύρωσης της παρούσας Συμφωνίας από το Κοινοβούλιο του Δεύτερου Μέρους, το Πρώτο Μέρος χωρίς καθυστέρηση:
(i) θα γνωστοποιήσει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Ε.Ε. ότι υποστηρίζει την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων του Δεύτερου Μέρους στην Ε.Ε. υπό το όνομα και τις ορολογίες του Άρθρου 1 της παρούσας Συμφωνίας».
Αυτό σημαίνει πως για να ισχύει στην πράξη Συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα «παραιτείται» από κάθε βέτο ή άρνηση για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, ενώ όλες οι άλλες χώρες έχουν τυπικά αυτό το δικαίωμα, είτε πρόκειται για το ΝΑΤΟ είτε για την Ε.Ε., όπως συνέβη με το γαλλικό «non» (υποστηριζόμενο από την Ολλανδία και τη Δανία), σχετικά με την ημερομηνία που περίμενε η γειτονική χώρα.
Παράλληλα, στο άρθρο 20 (παράγραφος 8) που αναφέρονται οι Τελικές Διατάξεις της Συμφωνίας, σημειώνεται πως: «Το Πρώτο Μέρος θα εφαρμόζει την παρούσα Συμφωνία σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από την συμμετοχή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συμμετοχή του σε άλλους διεθνείς, πολυμερείς ή περιφερειακούς θεσμούς ή Οργανισμούς, καθώς και από άλλα διεθνή κείμενα. Ομοίως, το Δεύτερο Μέρος θα εφαρμόζει την παρούσα Συμφωνία σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από την συμμετοχή του σε διεθνείς, πολυμερείς ή περιφερειακούς θεσμούς ή Οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ, στην συνέχεια της προτεινόμενης ένταξής του σε αυτήν».
Όπως φαίνεται, ούτε σε αυτό το σημείο καταγράφεται κάτι το «μεμπτό» αναφορικά με τη στάση της Ελλάδας, το οποίο θα δικαιολογούσε ένα «γενικευμένο πάγωμα» της Συμφωνίας.
Το γεγονός ότι η Συμφωνία των Πρεσπών υπεγράφη με το «δέλεαρ» της ευρωπαϊκής και βορειοατλαντικής προοπτικής για τη Βόρεια Μακεδονία είναι γνωστό, και όπως πρόσθεσε στη «Ν» ο κ. Αρμακόλας αυτό που διαφαίνεται είναι πως η κυβέρνηση της γειτονικής χώρας δεν θα έχει την ίδια ζέση για την υλοποίηση της Συμφωνίας, καθώς θα είναι πολύ δύσκολο και οδυνηρό να εφαρμόσουν κάτι που αλλάζει ολόκληρο το ιστορικό αφήγημα τους, την ώρα που η ένταξη στην Ε.Ε. απομακρύνεται.
Την ίδια ώρα, η εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρμόδια για τα διεθνή θέματα, Μάγια Κοτσίγιανσιτς, εξέφρασε την άποψη ότι οι αρχές «παραμένουν δεσμευμένες» ως προς την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών, υπενθυμίζοντας ότι η Ε.Ε. χαιρέτισε την επίτευξη της «ιστορικής συμφωνίας», χαρακτηρίζοντάς τη «σημαντικό επίτευγμα» που αποτελεί ένα «θετικό παράδειγμα» για την περιοχή των Βαλκανίων και την Ευρώπη γενικότερα.
«Πιστεύουμε ότι οι αρχές παραμένουν δεσμευμένες στη Συμφωνία και είμαστε βέβαιοι ότι θα συνεχίσουν να την εφαρμόζουν καλή τη πίστει», κατέληξε.
Σύμφωνα με αναλυτές στη Βόρεια Μακεδονία, ο Ζάεφ πιέζει για την ευρωπαϊκή πορεία εν είδει «παιχνιδιού» εσωτερικής κατανάλωσης, με την αντιπολίτευση του Κριστιάν Μιτσκόφσκι να ασκεί δριμεία κριτική και να επισημαίνει πως η γειτονική χώρα τα «έδωσε όλα» για να «μην πάρει τίποτα».