Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Ώστε, λοιπόν, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δεν τα κατάφερε -στο μαγευτικό Μπαλί, όπου η φθινοπωρινή σύνοδος του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας- να μετακινήσει το Ταμείο από τη θέση του για την περικοπή των συντάξεων (βάσει του δις ψηφισμένου νόμου Κατρούγκαλου, όπως σημείωνε ο Πολ Τόμσεν) από 1ης Ιανουαρίου του 2019. Βέβαια το Ταμείο «άκουσε με ενδιαφέρον τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς» τόσο για το ότι οι μειώσεις των συντάξεων δεν αποτελούν διαρθρωτικό μέτρο (εδώ συμπαρατάσσονται με σπάνια ομοφωνία οι μείζονες πολιτικοί σχηματισμοί: ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ., συν ΚΙΝΑΛ), όσο και για την ύπαρξη δημοσιονομικού χώρου (πράγμα που, κατά το ΔΝΤ, «είναι πρωτίστως ζήτημα μεταξύ Ελλάδος και Ευρωπαίων»).
Το χειροτέχνημα αυτής της θέσης του Ταμείου, που -αναμενόμενα- περνάει οριστικά την μπάλα στους Ευρωπαίους «εταίρους», είναι έργο Τόμσεν. Η κυρία Λαγκάρντ πήρε τις δικές της αποστάσεις, με την παραδοχή ότι «στην Ελλάδα τα πράγματα υπήρξαν πολύ πιο δύσκολα σε σχέση με τις άλλες χώρες σε Πρόγραμμα» και με τη ρητή ομολογία: «Αλλά, ναι, έγιναν λάθη. Ειδικά στο αρχικό Πρόγραμμα. Εμείς παραδεχθήκαμε ότι υπάρχουν λάθη».
Φίλος της στήλης, που από πολύ παλιά παρακολουθεί -και αξιοποιεί επαγγελματικά- τις προβλέψεις του ΔΝΤ, τόσο του World Economic Outlook για την πορεία της ανάπτυξης, των προσδοκιών και της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής, όσο και του Fiscal Monitor με την εξειδίκευση στα δημοσιονομικά, μας εξομολογήθηκε εκείνο που κυκλοφορεί μεταξύ παρατηρητών του Ταμείου με αφορμή τις συνεχείς προσαρμογές των προβλέψεών του για την «ελληνική περίπτωση», αλλά και των συνακόλουθων συστάσεων/ υποδείξεων/υπαγορεύσεων πολιτικής.
Οι προβλέψεις ΔΝΤ θυμίζουν το ωραίο παιδικό παιχνίδι της κολοκυθιάς: «Έχω μια κολοκυθιά που βγάζει τρία κολοκύθια». «Και γιατί να βγάζει τρία;». «Μα πόσα θες να βγάζει;». «Να βγάζει επτά!». «Και γιατί να βγάζει επτά;». «Να βγάζει τέσσερα!». Και ούτω καθεξής - με τον ενθουσιασμό που βάζουν τα παιδιά στα παιχνίδια τους.
Έχουμε την πλήρη συναίσθηση ότι το ΔΝΤ κινητοποιεί στις τάξεις του ό,τι το καλύτερο έχει να επιδείξει η οικονομική επιστήμη (και τέχνη): επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου όταν ξεκινούσε η ελληνική περιπέτεια ήταν ο Γάλλος Olivier Blanchard, επίτιμος καθηγητής Οικονομικών στο ΜΙΤ, νωρίτερα σε Χάρβαρντ, νεο-Κεϊνσιανός, με έμφαση στον μονοπωλιακό ανταγωνισμό, «από τους συχνότερα παραπομπόμενους στη διεθνή βιβλιογραφία». Τον διαδέχθηκε ο Αμερικανός Maurice Obstfeld, αυτός με Μπέρκλεϊ και Κέμπριτζ και Χάρβαρντ και ΜΙΤ, νεο-Κεϊνσιανός με ερευνητική διαδρομή στο NBER και το CEPR, με έμφαση στα της παγκοσμιοποίησης. Αυτές τις μέρες, τον Obstfeld διαδέχεται η Ινδοαμερικανίδα Gita Gopinath (πρώτη γυναίκα στο πόστο αυτό), από το Πανεπιστήμιο του Δελχί, το Πρίνστον και το Χάρβαρντ - κι αυτή με δουλειά στο NBER αλλά και στη Federal Reserve Βοστώνης και Νέας Υόρκης, με στόχευση της δουλειάς της τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Δεν είναι λοιπόν λογικό να αμφισβητήσει κανείς την ποιότητα της δουλειάς πρόβλεψης στο Ταμείο, όταν τέτοιο ανθρώπινο υλικό βρίσκεται επικεφαλής.
Είχε μάλιστα το ηθικό ανάστημα ο Μπλανσάρ να ανοίξει μόνος του τη δημόσια συζήτηση για τις αστοχίες του ΔΝΤ στην αρχή των Προγραμμάτων Προσαρμογής για την Ελλάδα (που είχαν ακριβώς το Ταμείο ως εμπνευστή/σχεδιαστή «λόγω εμπειρίας», ώστε οι Σόιμπλε του κόσμου τούτου να εισηγηθούν τη συνταγή των Προγραμμάτων στα Κοινοβούλια των χωρών τους).
Την εκτός κάθε πραγματικότητας πρόβλεψη για τον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή, που με τραγικό ζήλο βούλιαξε την ελληνική οικονομία σε ένα σπιράλ ύφεσης. από το οποίο υποσκάφθηκαν και οι τράπεζες. «έφυγε» άπατη η απασχόληση. πήγαν φούντο τα ασφαλιστικά ταμεία και... ακολούθησαν άλλοι τρεις γύροι «προσαρμογής». Μέχρι σήμερα και βλέπουμε. (Ας σημειωθεί ότι ο Μπλανσάρ είναι βασικός μελετητής του multiplier.)
Εκείνο στο οποίο έφταιξε το Ταμείο ήταν ότι υπέταξε τις προβλέψεις του στην ανάγκη να υπηρετηθούν οι επιλογές πολιτικής. Δείτε την πιο πρόσφατη σοδειά: την άνοιξη «έβλεπε» ανάπτυξη 1,8% στην Ελλάδα για το κρίσιμο 2019 - τώρα εκτινάχθηκε στο 2,4%.
Γιατί; Α, για να μπορέσει να «δεχθεί» ότι ο (συμφωνημένος με τους Ευρωπαίους) στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ πιάνεται μέχρι το 2022! Μετά αμέσως πέφτει σε 3%. Οπότε; Ε, σε αντάλλαγμα, μεσοπρόθεσμα ο ρυθμός ανάπτυξης θα πάει πίσω -κατά το Ταμείο- από 1,9% σε 1,2%.
«Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε!» κατά Λουίτζι Πιραντέλο. Και… το ταχύτερο αποπληρωμή των κάπου 10 δισ. που χρωστάμε ακόμη, κλιμακωτά με λήξη 2024, στο Ταμείο (με το μισό να βαρύνεται με σχεδόν 5% επιτόκιο).