Μια σύντομη διερεύνηση του καταστροφικού φαινομένου το οποίο άφησε πίσω του πάνω από 2.000 νεκρούς, άγνωστο αριθμό αγνοουμένων και τραυματιών, καθώς και τεράστιες κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις, επιχειρούν ερευνητές του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών «Στρατηγικές διαχείρισης Περιβάλλοντος, Καταστροφών και Κρίσεων» του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο σεισμός μεγέθους 7,5 Ρίχτερ που εκδηλώθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου στο Βόρειο τμήμα του νησιού Σουλαουέζι της Ινδονησίας και το τσουνάμι που ακολούθησε και έπληξε κυρίως την πόλη Παλού, πρωτεύουσα της επαρχίας Σουλαουέζι Τένγκα, δημιούργησε μία συγκεχυμένη εικόνα για τα αίτια της καταστροφής - εικόνα η οποία δημιουργήθηκε από τις αντιφατικές δηλώσεις των επιστημόνων, τις αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες των αρχών, τις υπερβολικές εκτιμήσεις των μέσων ενημέρωσης και τις τοποθετήσεις των πολιτών, οι οποίοι δικαιολογημένα ήταν σε καθεστώς ψυχολογικής κατάρρευσης, σημειώνει στη σχετική έκθεσή του το ΕΚΠΑ.
Οι ερευνητές χρησιμοποιούν επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα, τα οποία προέκυψαν κατά τη διάρκεια της συμμετοχής επιστημόνων του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου σε διεθνή αποστολή στην πληγείσα περιοχή.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση:
α. Ο σεισμός των 7,5 R, με εστιακό βάθος 15 χλμ., δεν προκάλεσε -όπως θα ήταν αναμενόμενο- αντίστοιχα μεγάλες βλάβες. Κάποιες σημαντικές βλάβες προκλήθηκαν μόνο σε υψηλά κτήρια, στην πόλη Παλού, που βρίσκεται σε απόσταση 85 χλμ. από το επίκεντρο, ενώ αντίθετα ο υπόλοιπος δομημένος ιστός, ακόμα και οι παλαιές κατασκευές, παρέμειναν ανέπαφες. Η εικόνα αυτή οφείλεται στο συντονισμό των υψηλών κτηρίων, που έχουν μεγάλη ιδιοπερίοδο, με το έδαφος το οποίο επίσης αποκτά υψηλή ιδιοπερίοδο. Σύμφωνα με τους ερευνητές ι μικρότερες ή μέσες περίοδοι της σεισμικής δόνησης απορροφούνται κατά την διαδρομή στην ενδιάμεση απόσταση μεταξύ του επικέντρου και της πληγείσας περιοχής, με αποτέλεσμα μικρά και μεσαίου όγκου κτήρια να παραμένουν ανέπαφα.
β. Οι πολύ εκτενείς καταστροφές στη συνοικία Μπαλαόρα, στην οποία βρίσκονται ακόμα θαμμένοι κάτω από χιλιάδες τόνους λάσπης πιθανώς 5.000 άνθρωποι, οφείλονται σε φαινόμενα «πλευρικής επέκτασης» (lateral spreading), ένα κατολισθητικό δηλαδή φαινόμενο, με μεγάλη οριζόντια εξάπλωση των μετακινούμενων χαλαρών γεωλογικών σχηματισμών.
γ. Το τσουνάμι έχει καταστρέψει οικιστικές και ημιαστικές περιοχές στην παράκτια ζώνη του κόλπου του Παλού, αφήνοντας πίσω του χιλιάδες θύματα. Έχει ωστόσο δημιουργηθεί σύγχυση για το χρόνο εκδήλωσής του, το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την στιγμή εκδήλωσης του σεισμού μέχρι τη στιγμή που έπληξε την παράκτια ζώνη, για το αν η γένεσή του οφείλεται σε υποθαλάσσια κατολίσθηση που συνέβη σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, καθώς επίσης και για την έκδοση και στη συνέχεια την άρση της προειδοποίησης του πληθυσμού, για τις ευθύνες των αρχών κ.λπ.
Σύμφωνα με τα δεδομένα και όπως αναφέρουν οι ερευνητές, στην πραγματικότητα το τσουνάμι προκλήθηκε από τον ίδιο το σεισμό λόγω της θραύσης του πυθμένα από το σεισμογόνο ρήγμα που έφτασε ως την πόλη Παλού, την οποία στην κυριολεξία διχοτόμησε. Στη συνέχεια, μέσα σε χρόνο 8 έως 10 λεπτών προσέβαλε τις παράκτιες οικιστικές περιοχές του κόλπου φτάνοντας τα 14 μέτρα ύψος, αφήνοντας έτσι μηδενικά περιθώρια αντίδρασης στους κατοίκους. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τους ερευνητές, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει προειδοποίηση. Προκύπτει δηλαδή ότι είναι λανθασμένη η άποψη ότι τα θύματα του τσουνάμι ήταν πολλά γιατί οι κάτοικοι πληροφορήθηκαν από τις αρχές την ακύρωση του υποτιθέμενου συναγερμού και έτσι επαναπαύτηκαν.
Όπως τονίζουν οι ερευνητές, η περίπτωση της καταστροφής στην Ινδονησία προβληματίζει ιδιαίτερα. Αναφέρουν ότι «σε κάθε μεγάλη καταστροφή συνειδητοποιούμε πως εκδηλώνονται νέες μορφές κινδύνων και καταστροφών, τις οποίες δεν έχουμε προσδιορίσει και ερευνήσει ακόμα. Ταυτόχρονα, η σύμπλεξη νέων μορφών φαινομένων και κινδύνων μας κάνει ιδιαίτερα ανήσυχους, γιατί πλήττονται περιοχές όπου η τρωτότητα είναι υψηλή, με αποτέλεσμα να αυξάνονται με εκθετικό ρυθμό οι επιπτώσεις σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο».
Στην αποστολή συμμετείχαν οι:
- Ευθύμης Λέκκας, Καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής, Εφαρμοσμένης Γεωλογίας & Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος του τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας , Διευθυντής του ΠΜΣ «Στρατηγικές Διαχείρισης Περιβάλλοντος, Καταστροφών και Κρίσεων»
- Παναγιώτης Καρύδης, Ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου
- Σπυρίδων Μαυρούλης , Ερευνητής του τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών