της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Την πρώτη κίνηση στη σκακιέρα την έκανε η Τουρκία, κηρύσσοντας πόλεμο στα… επιτόκια. Ο πρόεδρος Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν κρύβει ότι είναι από τους χειρότερους εχθρούς των υψηλών επιτοκίων. Και φροντίζει το μήνυμά του να φθάνει και στην τουρκική κεντρική τράπεζα.
Τη σκυτάλη παίρνει ο Βλαντιμίρ Πούτιν, καθώς η προοπτική ακριβότερου κόστους δανεισμού φαίνεται να δοκιμάζει την υπομονή του Ρώσου προέδρου. Η ισχυρή κυρία της ρωσικής κεντρικής τράπεζας, Ελβίρα Ναμπιούλινα, προσανατολίζεται σε αύξηση επιτοκίων, για πρώτη φορά από το 2014. Τα σχέδια της Ναμπιούλινα έρχονται κόντρα στις επιθυμίες του Κρεμλίνου. Ο οικονομικός σύμβουλος, Αντρέι Μπελούσοφ, αν και παραδέχεται ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που δικαιολογούν αύξηση στο κόστος χρήματος, υπογραμμίζει ότι ένα τέτοιο βήμα δεν θα ήταν διόλου επιθυμητό.
Για τους επενδυτές που ήδη έχουν τρομάξει από τη νομισματική κρίση στην Τουρκία, ακόμη και η υπόνοια πολιτικής ανάμιξης στις αποφάσεις των νομισματικών αρχών θα μπορούσε να πυροδοτήσει κύμα εξόδου. Η τουρκική λίρα καταρρέει και η κεντρική τράπεζα παραμένει σε μεγάλο βαθμό αμέτοχος θεατής. Τον Ιούλιο, διατήρησε αμετάβλητο το βασικό επιτόκιο στο 17,75%, παρά τις προσδοκίες για το αντίθετο. Μπροστά στα στοιχεία για εκτόξευση του πληθωρισμού σε υψηλά 15ετίας τον Αύγουστο, αρκέσθηκε στη φραστική δέσμευση ότι θα επιδιώξει τη διαφύλαξη της σταθερότητας των τιμών. Η λίρα από τις αρχές του έτους έχει χάσει πάνω από το 40% της αξίας της, κλονίζοντας τα θεμέλια της τουρκικής οικονομίας. Τα βλέμματα στρέφονται στην αυριανή συνεδρίαση. Οι πρόσφατες δεσμεύσεις έχουν υψώσει τον πήχυ, με προσδοκίες για μια γενναία αύξηση.
Μία ημέρα αργότερα συνεδριάζει η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας. Παρότι το ενδεχόμενο νομισματικής σύσφιγξης είναι στην ατζέντα, οι αναλυτές προβλέπουν στάση αναμονής. Η νομισματική κρίση που άρχισε στην Τουρκία και μεταδίδεται στις πιο ευάλωτες αναδυόμενες οικονομίες χτυπάει και το ρούβλι, που έχει υποχωρήσει σε χαμηλά δυόμισι ετών. Στη νομισματική κρίση του 2014, το ρούβλι είχε υποστεί τη μεγαλύτερη πτώση από το 1998 και η κεντρική τράπεζα επιχείρησε τη στήριξή του, αυξάνοντας το βασικό επιτόκιο από το 10,5% στο 17%. Τότε, το Κρεμλίνο είχε δείξει εμπιστοσύνη στους χειρισμούς της κεντρικής τράπεζας. Θα πρέπει και τώρα να κάνει το ίδιο, ώστε να μην χάσει την τόσο εύθραυστη εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Δεν είναι παράξενο σε χώρες με αυταρχικούς ηγέτες, όπως η Τουρκία του Ερντογάν και η Ρωσία του Πούτιν, να υπονομεύεται η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών. Όταν όμως συμβαίνει κάτι τέτοιο στον ανεπτυγμένο κόσμο, κλονίζονται τα θεμέλια αξιοπιστίας και θολώνουν οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ πολιτικών συμφερόντων και ακεραιότητας. Ο πρόεδρος Τραμπ εξέφρασε ανοικτά τη δυσαρέσκειά του με τη γραμμή της Φέντεραλ Ριζέρβ για αυξήσεις επιτοκίων, εισβάλλοντας στο «άβατο» της νομισματικής πολιτικής.
Σε έναν κόσμο που άγεται και φέρεται από τις δυνάμεις του προστατευτισμού και του λαϊκισμού, οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να παραμείνουν άγρυπνοι φρουροί. Και όχι «πιόνια» των εκάστοτε κυβερνώντων.