Από την έντυπη έκδοση
Των Π. Ξυδώνα, αναπλ. καθηγητής στην ESSCA Grande Ecole
και Χ. Δούκα, επίκ. καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Η πολιτική της επιβολής δασμών, ως ανάχωμα στην ελεύθερη διακίνηση του διεθνούς εμπορίου, εδράζεται ιστορικά στη διαμάχη μεταξύ της φιλελεύθερης νεοκλασικής οικονομικής σκέψης και της εμποροκρατικής φιλοσοφίας των μερκαντιλιστών του 18ου αιώνα.
Η πρώτη εκφράστηκε από μια πλειάδα μεγάλων φιλελεύθερων οικονομολόγων, όπως ο Adam Smith, ο Friedrich Hayek και ο Paul Samuelson, και βασίζεται προσεγγιστικά στο ότι μια τέτοια πολιτική θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη και παραγωγική ενδυνάμωση των εγχώριων οικονομιών, ενώ θα τονώσει τον διεθνή ανταγωνισμό, προς όφελος των καταναλωτών. Η δεύτερη φιλοσοφία, αυτή του δημόσιου παρεμβατισμού, στοχεύει στο να ρυθμίσει το εισαγωγικό εμπόριο προς όφελος των εθνικών οικονομιών, στη βάση του ότι οι προστατευτικές εμπορικές πολιτικές αυξάνουν τις ευκαιρίες απασχόλησης, ενισχύουν την εγχώρια παραγωγή και προφυλάσσουν από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές ξένων κρατών.
Το τελευταίο διάστημα έχει κορυφωθεί η συζήτηση αναφορικά με τις επιπτώσεις της αύξησης των δασμών που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην Κίνα, στον Καναδά και στο Μεξικό. Οι αυξήσεις αυτές αφορούν τόσο στις εισαγωγές αλουμινίου και ατσαλιού από όλες τις παραπάνω χώρες γενικά, όσο και ειδικότερα σε πολλές άλλες εισαγωγές από την Κίνα. Το σκεπτικό της πολιτικής Τραμπ είναι ότι η αύξηση των δασμών θα επιφέρει μείωση των εισαγωγών, με αποτέλεσμα να μεγεθυνθεί η εγχώρια παραγωγή των ΗΠΑ, ώστε σε απώτερο χρόνο να ενισχυθεί η αμερικανική οικονομία. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές επιπτώσεις που δεν έχουν εκτιμηθεί με ακρίβεια, όπως για παράδειγμα η επίδραση των δασμών αυτών στην ηλεκτροπαραγωγή, και δη στην καθαρή ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά πάρκα.
Πιο συγκεκριμένα, με την αύξηση των δασμών στις κινεζικές εισαγωγές έχουν ακυρωθεί ή παγώσει πάρα πολλές νέες επενδύσεις για φωτοβολταϊκά πάρκα, οι οποίες εκτιμάται ότι αγγίζουν τα 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Με τον τρόπο αυτό μειώνονται πολλές θέσεις εργασίας στον τομέα της εγκατάστασης φωτοβολταϊκών πάρκων. Οι δε μελέτες δείχνουν ότι οι θέσεις που θα χαθούν αναμένεται να είναι περισσότερες από όσες θα δημιουργηθούν στο μέλλον, εξαιτίας μιας πιθανής αύξησης της εγχώριας παραγωγής. Στη μείωση της απόδοσης αυτών των επενδύσεων συμβάλλει καθοριστικά και η αύξηση των δασμών για τις εισαγωγές ατσαλιού.
Αυτό συμβαίνει επειδή τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά πάρκα χρειάζονται πολύ περισσότερο ατσάλι από ό,τι οι θερμικοί σταθμοί. Κάθε MW ηλιακής ενέργειας εκτιμάται ότι χρειάζεται 1.600 τόνους ατσαλιού, κάθε MW αιολικής ενέργειας 400 τόνους, ενώ οι πυρηνικοί σταθμοί και οι σταθμοί φυσικού αερίου χρειάζονται μόνο 40 και 4 τόνους αντίστοιχα.
Συνεπώς, φαίνεται να καθίσταται πολύ συμφέρουσα η δημιουργία τέτοιων σταθμών, αφού απαιτείται σημαντικά λιγότερη ποσότητα ατσαλιού. Περαιτέρω, η αύξηση της τιμής του ατσαλιού επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, γιατί αυτές είναι συνήθως απομακρυσμένες από τα αστικά κέντρα, άρα είναι αναγκαία εκατοντάδες χιλιόμετρα δικτύου διανομής.
Ως παράδειγμα αναφέρεται η σύνδεση των φωτοβολταϊκών στην έρημο Mohave με το Los Angeles, η οποία απαιτεί σχεδόν 500 χιλιόμετρα δικτύου διανομής, που ισοδυναμεί με 10.000 τόνους ατσαλιού. Έτσι, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο ποσοστό (άνω του 75%) εισάγεται στις ΗΠΑ, το πλήγμα για αυτές τις διασυνδέσεις και τις υποκείμενες θέσεις εργασίας είναι εξαιρετικά μεγάλο.
Υπάρχει όμως και η συνιστώσα της πολιτικής επίδρασης. Από τις 5 πολιτείες των ΗΠΑ που έχουν τη μεγαλύτερη εγκατεστημένη ισχύ σε αιολικά πάρκα (Texas 20.321 ΜW, Iowa 6.917 MW, Oklahoma 6.645 MW, California 5.662 MW και Kansas 4.451 MW), οι 4 εξ αυτών είναι πολιτείες που παραδοσιακά στηρίζουν το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων (εκτός της California). Συνεπώς, η μείωση των θέσεων εργασίας θα επηρεάσει κατά μείζονα λόγο τους ψηφοφόρους του ίδιου του προέδρου Τραμπ.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ιστορική διαμάχη μεταξύ των φιλελεύθερων διεθνών εμπορικών πολιτικών από τη μια και του αυστηρού προτεξιονισμού των δασμών από την άλλη, προεκτείνεται με προφανείς αρνητικές επιπτώσεις προς το πεδίο της ενεργειακής οικονομικής βιωσιμότητας.
Στη μέση προθεσμία, οι ανορθολογικά παρεμβατικές πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ αναμένεται να πλήξουν την παραγωγή καθαρής ενέργειας από τις ανανεώσιμες πηγές και να ενισχύσουν την παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, μεγεθύνοντας σημαντικά το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής.