Από την έντυπη έκδοση
Του Αριστομένη Βαρουδάκη, καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΟΣΑ
Η συμφωνία στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου καθορίζει τις δεσμεύσεις της Ελλάδας στη μεταμνημονιακή περίοδο, το πλαίσιο της εποπτείας για την τήρηση των δεσμεύσεων και προβλέπει ρυθμίσεις για το δημόσιο χρέος της χώρας. Η κυβέρνηση διατείνεται ότι οι ρυθμίσεις αυτές καθιστούν το χρέος βιώσιμο και επιτρέπουν να γυρίσει η σελίδα της κρίσης χρέους που ταλαιπωρεί τη χώρα για σχεδόν μία δεκαετία. Η άποψη ότι το χρέος γίνεται βιώσιμο με τη συμφωνία είναι λανθασμένη, μάλλον εσκεμμένα για πολιτικές σκοπιμότητες. Στην πραγματικότητα το χρέος γίνεται διαχειρίσιμο, όχι όμως βιώσιμο, σε έναν ορίζοντα περίπου δεκαετίας, που αντιστοιχεί στις ρυθμίσεις για την επιμήκυνση και την αναστολή της αποπληρωμής του που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup.
Τα μέτρα αυτά καθιστούν το χρέος διαχειρίσιμο μεσοπρόθεσμα, καθώς: (1) η επιπλέον δεκαετής περίοδος χάριτος των δανείων του EFSF περιορίζει αντίστοιχα την ανάγκη πρόσβασης στις αγορές για σημαντικό δανεισμό μέχρι το 2032, και (2) το δίχτυ ασφαλείας των αυξημένων ταμειακών διαθεσίμων περιορίζει τους κινδύνους ακριβού δανεισμού σε περίπτωση έλλειψης εμπιστοσύνης των αγορών. Επιπλέον, με την επιμήκυνση κατά μία δεκαετία των δανείων του EFSF και την αντίστοιχη μετακύλιση της αποπληρωμής τους μειώνεται η «παρούσα αξία» του χρέους που υπολογίζεται αν προεξοφληθούν οι μελλοντικές πληρωμές με κάποιο επιτόκιο αναφοράς: Προφανώς η παρούσα αξία δανείων που θα εξοφληθούν σε 20 χρόνια είναι μικρότερη της αξίας τους αν τα ίδια δάνεια θα επρόκειτο να εξοφληθούν, για παράδειγμα, σε μία δεκαετία. Υπάρχει έτσι η αντίληψη ότι η χώρα κερδίζει κάποια ελάφρυνση χρέους, που το καθιστά δυνητικά βιώσιμο.
Η αντίληψη όμως αυτή είναι λανθασμένη, γιατί η βιωσιμότητα του χρέους συναρτάται με τη δυνατότητα να παραχθούν, χωρίς βλάβη για την οικονομία, τα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα που μακροπρόθεσμα απαιτούνται για την αποπληρωμή του χρέους. Το παράδοξο της συμφωνίας του Eurogroup είναι ότι παρά τη μείωση της παρούσας αξίας του χρέους, η παρούσα αξία των πρωτογενών πλεονασμάτων που συμφωνήθηκαν παραμένει εξαιρετικά υψηλή. Λογικά, όταν το χρέος μειώνεται, τα πλεονάσματα που είναι αναγκαία μακροπρόθεσμα για την εξόφλησή του μειώνονται επίσης. Η κυβέρνηση όμως συμφώνησε στην επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και στη μακροπρόθεσμη επιδίωξη πλεονασμάτων 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο έως το 2060! Οι στόχοι αυτοί είναι πρωτοφανείς, καθώς δεν υπάρχει προηγούμενο χώρας στη σύγχρονη οικονομική ιστορία που να έχει εφαρμόσει μακροχρόνια λιτότητα τέτοιου βαθμού.
Η διατήρηση των πλεονασμάτων σε τέτοιο επίπεδο απαιτεί διατήρηση της υπερφορολόγησης και περιορισμό των παραγωγικών δαπανών που θα καθηλώσουν την ανάπτυξη της οικονομίας θέτοντας υπό αίρεση την αποπληρωμή του χρέους. Από την άποψη αυτή το χρέος δεν καθίσταται βιώσιμο. Αν, κατά γενική αποδοχή, δεν ήταν βιώσιμο πριν από τη συμφωνία του Eurogroup, πώς είναι δυνατόν να έγινε βιώσιμο μετά τη συμφωνία, όταν η λιτότητα που απαιτείται από τη χώρα παραμένει αμείωτη, με εξωπραγματικά δημοσιονομικά πλεονάσματα μέχρι το 2060; Για τους λόγους εξάλλου αυτούς το ΔΝΤ εξέφρασε τις επιφυλάξεις του για τη βιωσιμότητα του χρέους μετά τη συμφωνία.
Αν και με τις ρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup το χρέος δεν γίνεται βιώσιμο, δίνεται εντούτοις η δυνατότητα στην Ελλάδα να αποκτήσει χαμηλότοκη πρόσβαση στις αγορές για τα επόμενα χρόνια. Καθώς η περίοδος χάριτος στην εξόφληση σημαντικού τμήματος του χρέους μέχρι το 2032 απομακρύνει τον κίνδυνο στενότητας πληρωμών, γίνεται δυνατή η έκδοση δεκαετών ομολόγων με χαμηλά επιτόκια λόγω ελαχιστοποίησης του ρίσκου. Κάτι τέτοιο θα σηματοδοτήσει την επιστροφή της εμπιστοσύνης των αγορών και ελπίζεται ότι θα ενισχύσει τα κίνητρα για επενδύσεις. Αυτό είναι ένα στοίχημα που θα ήταν ευχής έργο να κερδηθεί. Όμως τα κίνητρα για επενδύσεις θα συνεχίσουν δυστυχώς να υποσκάπτονται από την υπερφορολόγηση για την επίτευξη των δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Αυτό θέτει την Ελλάδα σε μειονεκτική θέση απέναντι σε άλλες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο περιορισμός της εσωτερικής ζήτησης λόγω της μόνιμης λιτότητας θα είναι ένας επιπλέον περιοριστικός παράγοντας των επενδύσεων.
Από αυτή την οπτική γωνία η συμφωνία του Eurogroup αποτελεί ακόμα μια λύση που «αγοράζει χρόνο» αντί να επιτρέπει στην Ελλάδα να γυρίσει οριστικά τη σελίδα της κρίσης χρέους. Περιορίζοντας δραστικά τις ανάγκες πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές για τα επόμενα χρόνια, η συμφωνία περιορίζει ταυτόχρονα τους κινδύνους για την Ευρωζώνη, που στην παρούσα συγκυρία προέρχονται κυρίως από την Ιταλία. Η Ελλάδα μπορεί εντούτοις να επωφεληθεί από το «παράθυρο ευκαιρίας» στη διαχείριση του χρέους που της προσφέρει η συμφωνία. Δεδομένης της έλλειψης δημοσιονομικού χώρου που συνεπάγονται τα πρωτογενή πλεονάσματα που συμφωνήθηκαν, δύο τομές στην οικονομική πολιτική γίνονται αναγκαίες. Πρώτον, η αλλαγή μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής, με δραστικό περιορισμό της δαπάνης ώστε να γίνει δυνατή, και σύντομα, μια σημαντική μείωση της φορολογίας. Δεύτερον, οι ριζικές μεταρρυθμίσεις ώστε να βελτιωθεί εντυπωσιακά το επιχειρηματικό κλίμα που κατατάσσεται ακόμη ως ένα από τα πιο αφιλόξενα στην Ευρώπη. Η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών με το «παράθυρο ευκαιρίας» που προσφέρει η συμφωνία θα μπορούσε να μεταφραστεί έτσι σε αύξηση των επενδύσεων και επιτάχυνση της ανάπτυξης.