Ανάλυση
Του Γιώργου Δ. Παυλόπουλου
gpavlo@naftemporiki.gr
Άσχετα με τις τελικές αποφάσεις στις οποίες θα καταλήξει το «τρίγωνο» ΗΠΑ - Βρετανίας – Γαλλίας για το πώς θα απαντήσει στη φερόμενη ως επίθεση με χημικά όπλα στην Ντούμα, η Συρία δύσκολα θα αποδειχθεί κάτι λιγότερο από διπλωματικό Βατερλό για τη Δύση.
Μέσα σε μια επταετία, με το αίμα των Σύρων να ρέει ακατάπαυστα, δεν υπήρξε λάθος υπολογισμός, λάθος στρατηγική και διπλωματική «πιρουέτα» στα οποία να μην επιδόθηκαν οι ηγεσίες σε Ουάσινγκτον, Λονδίνο και Παρίσι. Το Βερολίνο, παρά την οικονομική του δύναμη, παραμένει γεωπολιτικός «νάνος», εν μέρει με τη θέλησή του, έχοντας πάντα τη «σκιά» της χιτλερικής εμπειρίας.
Αρχικά, στο πλαίσιο της στήριξης που έδωσαν ομόθυμα στα κινήματα της «Αραβικής Άνοιξης», οι δυτικές δυνάμεις στήριξαν τη συριακή αντιπολίτευση, φθάνοντας στη διπλωματική αναγνώρισή της ως μόνου νόμιμου εκπροσώπου του συριακού λαού, αρκετά νωρίς όσον αφορά στην εξέλιξη του εμφυλίου πολέμου.
Αρνήθηκαν ωστόσο εξαρχής να τη στηρίξουν με βαρέα όπλα, ενώ δεν έθεσαν ποτέ με επίταση όρους για τον κάθετο διαχωρισμό της από διάφορων ειδών τζιχαντιστικές δυνάμεις. Σαουδική Αραβία, Κατάρ και Τουρκία είχαν ακόμη λιγότερους ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους να κάνουν έναν τέτοιον εσωτερικό διαχωρισμό στις αντικαθεστωτικές δυνάμεις, τις οποίες στήριζαν οικονομικά και στρατιωτικά, προς ανάσχεση της επιρροής του Ιράν.
Αυτή όμως η ασάφεια ήταν που οδήγησε ξεκάθαρα στη γιγάντωση των τζιχαντιστικών δυνάμεων στη Συρία, με τη μορφή του κανιβαλικού Ισλαμικού Κράτους και του Μετώπου Αλ Νούσρα (συριακή Αλ Κάιντα). Πάντα προς μεγάλη χαρά του Άσαντ και των συμμάχων του, που αυτομάτως ταύτιζαν αντιπολίτευση και τζιχαντιστές και εμφανίζονταν ως «κοσμική» και «μετριοπαθής» εναλλακτική, σε όσα εγκλήματα πολέμου και αν προέβαιναν.
Η είσοδος στον πόλεμο – στο πλευρό του Άσαντ – της λιβανικής Χεζμπολάχ και του Ιράν δεν έφερε καμία ουσιαστική αλλαγή στη δυτική στρατηγική, με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα να θέτει και αναιρεί συνεχώς κόκκινες γραμμές, λαμβάνοντας ταυτόχρονα τις εγγυήσεις Δαμασκού και Ρωσίας για την καταστροφή των χημικών όπλων του καθεστώτος ως ειλικρινείς.
Η στροφή στους Κούρδους και η Τουρκία
Σε μια απότομη στροφή τους και υπό το βάρος των τζιχαντιστικών τρομοκρατικών επιθέσεων σε ευρωπαϊκές και αμερικανικές μητροπόλεις, οι δυτικές δυνάμεις εγκατέλειψαν άτσαλα τη συριακή αντιπολίτευση και αγκάλιασαν τις κουρδικές YPG, ψάχνοντας μια ισχυρή δύναμη στο έδαφος ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος. Οι YPG μέχρι τότε τηρούσαν μια φιλική προς τον Άσαντ ουδετερότητα στον εμφύλιο πόλεμο, όντας ουσιαστικά άφθαρτες.
Ο νέος «έρωτας» της Δύσης για το συριακό «αδελφάκι» του PKK κλόνισε βαθιά τις σχέσεις της με την Τουρκία, που έχει – δικαιολογημένους ή υπερβολικούς – φόβους για την εδαφική της ακεραιότητα στα νοτιοανατολικά.
Παράλληλα, η δυτική εγκατάλειψη οδήγησε σε πλήρη ασφυξία τη συριακή αντιπολίτευση, η οποία, μετά την είσοδο της Ρωσίας στο στρατιωτικό παιχνίδι, άρχισε να χάνει εδάφη, θέσεις και κάθε ψυχολογία νίκης.
Φτάσαμε έτσι στον τραγέλαφο η επέμβαση της Τουρκίας, χώρας – μέλους του NATO, σε συμμαχία με αντάρτες της συριακής αντιπολίτευσης κατά των κουρδικών YPG στη βόρεια Συρία, να γίνεται υπό την έγκριση ή έστω την ανοχή Ρωσίας – Ιράν, δηλαδή των βασικών συμμάχων και υποστηρικτών του… Άσαντ. Η Δύση πάλι, παρακολουθεί σχεδόν αμέτοχη, διστάζοντας να διαλέξει καθαρά μεταξύ Ερντογάν και Κούρδων της Συρίας, δυσαρεστώντας αμφότερους.
Η πυξίδα του μέλλοντος
Σε αυτό το «κουβάρι» σχέσεων και συνεχών ανατροπών, ακόμη και η σκληρότερη στρατιωτική δυτική απάντηση στην φερόμενη ως επίθεση με χημικά όπλα στην Ντούμα θα έχει στενό και όχι ευρύ ορίζοντα. Η ίδια η Δύση, με τις παλινωδίες και τους οπορτουνισμούς των ηγετών της, φρόντισε να μην υπάρχει (επτά χρόνια μετά την έναρξη του συριακού σφαγείου) ενιαία, συγκροτημένη και δυνατή εναλλακτική στο καθεστώς, ενώ η ρωσική και ιρανική παρουσία στο έδαφος αποκλείουν κάθε πιθανότητα γενικής στρατιωτικής επέμβασης προς ανατροπή Άσαντ.
Είναι επίσης απίθανο ο Τραμπ, ο οποίος εξελέγη με μια πλατφόρμα βελτίωσης των σχέσεων των ΗΠΑ με τον Πούτιν, αλλά και γεωπολιτικής αναδίπλωσης της Ουάσινγκτον στα του οίκου της, να ξεκινήσει πρόβες διεθνούς σύρραξης, ρισκάροντας μια έστω και περιορισμένη απευθείας σύγκρουση με τη Ρωσία και το Ιράν στο έδαφος της Συρίας.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι η απάντηση της Δύσης θα είναι ήπια και μάλλον συμβολική ή ότι δεν μας περιμένουν εκπλήξεις; Κάθε άλλο. Η έλλειψη στρατηγικής, η προσπάθεια διατήρησης ενός παγκόσμιου στάτους κβο το οποίο νέες, αναδυόμενες γεωπολιτικά δυνάμεις έχουν καταστήσει «κόσκινο», καθώς και η ανάγκη Τραμπ και Μέι να βγουν από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται στο εσωτερικό τους (έρευνα Μάλερ, Brexit) δεν προοιωνίζονται ψυχραιμία και δομημένες στρατηγικές.
Όταν όμως η συριακή κρίση θα έχει κλείσει τον κύκλο της, πιθανότατα οι ισορροπίες στον πλανήτη θα είναι πια, αν όχι ριζικά, τουλάχιστον ουσιαστικά διαφορετικές.