Του Ιωάννη Παπαδόπουλου, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Η ΕΕ έχει θέσει στον εαυτό της ένα νέο μεγάλο όραμα: την επίτευξη μιας οικονομίας που δε θα είναι πια γραμμική και σπάταλη σε πόρους, αλλά θα ανακυκλώνει και επαναχρησιμοποιεί ολοένα και περισσότερο τα συστατικά των ήδη υπαρχόντων προϊόντων προκειμένου να μειώνεται η σπατάλη, να εξοικονομούνται σπάνια υλικά, να ελαττώνεται ο όγκος των αποβλήτων που καταλήγουν στη γη και στις θάλασσες και να περιορίζεται η καταναλισκόμενη ενέργεια για την παραγωγή. Μια ήπειρος η οποία δεν έχει επάρκεια ούτε σε ενεργειακούς πόρους αλλά ούτε και σε σπάνια υλικά που είναι απαραίτητα για την παραγωγή στην αναδυόμενη ψηφιακή οικονομία, οφείλει να κάνει τα πάντα για να επεκτείνει την αλυσίδα προσφοράς και να επιμηκύνει το χρόνο που μεσολαβεί μεταξύ της παραγωγής προϊόντων και της τελικής τους διάθεσης ως αποβλήτων.
Αυτή είναι η μεγάλη φιλοδοξία της Στρατηγικής της ΕΕ για την Κυκλική Οικονομία, η οποία έχει αρχίσει να ξεδιπλώνεται σταθερά τα τρία τελευταία χρόνια. Μόνο κατά τους δύο πρώτους μήνες του 2018, η ΕΕ δημοσίευσε την πολυαναμενόμενη Στρατηγική για τα Πλαστικά και θέσπισε νέους, πιο φιλόδοξους κανόνες για την επέκταση των ανακυκλούμενων αποβλήτων. Ο στόχος είναι η σταδιακή δημιουργία και εμβάθυνση μιας πραγματικής αγοράς για ανακύκλωση και επανάχρηση προϊόντων, ιδίως μετά την καθοριστική απόφαση της Κίνας να πάψει να εισάγει χρησιμοποιημένα μέταλλα (σκραπ) και πλαστικά για ανακύκλωση. Ειδικά τα πλαστικά αντιπροσωπεύουν μια σημαντική πρόκληση για την Ευρώπη, καθώς σήμερα μόνο το 30% αυτών ανακυκλώνεται και το 38% συνεχίζει να αποτίθεται σε χωματερές, ενώ τα υπόλοιπα καίγονται, επιβαρύνοντας τρομερά το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία των περιοίκων.
Η βασική πηγή του προβλήματος έγκειται στο στάδιο του σχεδιασμού και της παραγωγής των προϊόντων, όπου δε λαμβάνονται δεσμευτικά υπόψη πρότυπα παραγωγής με μέρη εύκολα ανακτώμενα ή ανακυκλούμενα και με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Επίσης, αυτό που χρειάζεται η ευρωπαϊκή οικονομία είναι περισσότερα αγορακεντρικά κίνητρα από την πλευρά της ζήτησης προκειμένου να προσφέρεται μια ελκυστική τιμή στους αγοραστές ανακυκλωμένων υλικών (π.χ. πλαστικών) και να αυξάνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο σταδιακά η ζήτηση για την κυκλικότητα της οικονομίας. Εφόσον η ζήτηση για ανακύκλωση αυξηθεί με τα κατάλληλα μέτρα, ήτοι με κίνητρα τύπου ανταμοιβής δήμων, επιχειρήσεων και νοικοκυριών ανάλογα με το βάρος των υλικών που συλλέγουν και προωθούν προς ανακύκλωση, καθώς και με αντικίνητρα τύπου έμμεσης φορολόγησης του υπερβάλλοντος βάρους σε σχέση με ετήσιους προκαθορισμένους στόχους συλλογής, η αλυσίδα προσφοράς θα διευρυνθεί με νέους παραγωγούς, ενδιάμεσους και αγοραστές υλικών προς ανάκτηση, επανάχρηση ή ανακύκλωση. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη στροφή προς έναν ενάρετο οικονομικό κύκλο με τη δημιουργία πολλών θέσεων εργασίας και την εξοικονόμηση του κόστους για την αγορά υλικών που κατόπιν εξωτερικεύεται (π.χ. με τη μορφή της μόλυνσης του περιβάλλοντος ως απόρροια της ανεξέλεγκτης αποβολής μεταλλικών, πλαστικών ή επικίνδυνων χημικών ουσιών).
Στη γενική της έκθεση για την πορεία της εφαρμογής της νομοθεσίας REACH (Registration, Evaluation, Authorisation and Restriction of Chemicals) για τις χημικές ουσίες που κυκλοφορούν εντός της ΕΕ και που δημοσιεύθηκε στις 5 Μαρτίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοινώνει ότι θα προχωρήσει άμεσα στην βελτίωση της ανίχνευσης των χημικών ουσιών υψηλής επικινδυνότητας σε υλικά και προϊόντα ούτως ώστε να διευκολύνει την ανακύκλωσή τους και να βελτιώσει την αγορά δευτερογενών πρώτων υλών από ενδιάμεσους, με στόχο την επαναπώλησή τους σε άλλους παραγωγούς. Αυτή η προσπάθεια διεύρυνσης της προμηθευτικής αλυσίδας αποτελεί μέρος του λεγόμενου Σχεδίου Δράσης της ΕΕ για την Κυκλική Οικονομία.
Όπως η καλύτερη πηγή ενέργειας είναι η ενέργεια που δε θα καταναλωθεί, με άλλα λόγια η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης της οικονομίας, έτσι και η καλύτερη παραγωγή είναι αυτή που δε θα πεταχτεί στα σκουπίδια. Αν η ΕΕ διασφαλίσει ότι θα ανιχνεύονται ευκολότερα και θα απομακρύνονται υποχρεωτικά τα επικίνδυνα υλικά από τα κυκλοφορούντα προϊόντα στην αγορά, αυτό θα δώσει κίνητρο τόσο στη βιομηχανία όσο και στους παραγωγούς δημόσιων πολιτικών να επιτύχουν τους φιλόδοξους στόχους ανακύκλωσης αποβλήτων που έχει θέσει στον εαυτό της η Ένωση. Η αποδοτικότητα ως προς τους χρησιμοποιούμενους πόρους (resource efficiency), δηλαδή η μείωση της ανάλωσης σπάνιων και μη αναπληρώσιμων φυσικών πόρων με την ταυτόχρονη διατήρηση ή και αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας, είναι το φωτεινό μονοπάτι που θα πρέπει να πάρει η ανθρωπότητα αν θέλει να κληροδοτήσει αυτήν την μία και μοναδική Γη στους απογόνους της. Και η Ευρώπη έχει όλα τα προσόντα να πρωτοστατήσει σ’ αυτήν τη ριζοσπαστικά νέα πορεία.