Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά

Απόσπασμα από το ποίημα «Τελευταίος Σταθμός» του Γιώργου Σεφέρη
Σάββατο, 28 Οκτωβρίου 2006 21:00

A- A A+

«...Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους.

ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο.

χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος

μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας

και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,

στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.

Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,

άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν.

σαν έρθει ο θέρος

προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ' άλλο χωράφι.

σαν έρθει ο θέρος

άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό

άλλοι μπερδεύονται μες στ' αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.

Αλλά τα ξόρκια τ' αγαθά τις ρητορείες,

σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;

Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;

Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;

Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.

Ομως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου

τη σκέψη

του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια

δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς...

Ομως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν

το πεύκο, και τον βλέπεις

είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,

νύχτες και νύχτες

είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,

ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν

ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα

που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση

κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν.

ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας

λεύγες και λεύγες.

ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει.

στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο

μνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης

που έφυγε μ' ανοιχτές πληγές απ' το νοσοκομείο

ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη

που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,

ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας. Στα σκοτεινά

πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε.

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσουν».

* Γράφτηκε στις 5 Οκτωβρίου του 1944 στο Σαλέρνο της Ιταλίας, ενδιάμεσο σταθμό, όπου είχε καταφύγει η εξόριστη στην Αίγυπτο ελληνική κυβέρνηση.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή