Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Άλλη μια αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος εξελίσσεται σε θρίλερ, με αποτέλεσμα να παρατείνεται η αβεβαιότητα σε σχέση με την οικονομία σε μια εξαιρετικά κρίσιμη χρονική στιγμή.
Ευθύνες φαίνεται ότι υπάρχουν και στις τρεις πλευρές, στην Αθήνα, στο Βερολίνο και την Ουάσιγκτον, ωστόσο, εάν κάτι στραβώσει στο τέλος της ημέρας, το κόστος, δηλαδή τον «λογαριασμό», θα τον πληρώσει ο πιο αδύνατος και στην προκειμένη περίπτωση ο αδύνατος δεν είναι ούτε το ΔΝΤ ούτε η Γερμανία.
Η κυβέρνηση έχει ευθύνη γιατί πάλι δεν στάθμισε καλά τα πράγματα. Ξεκίνησε με ένα πολύ φιλόδοξο αφήγημα: ολοκλήρωση αξιολόγησης, ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ρητή δέσμευση για νέα ελάφρυνση του χρέους το 2018, έξοδο στις αγορές, και τώρα έχει χαθεί η μπάλα. Επέδειξε υπερβολική σιγουριά ότι όλα θα πάνε καλά, χωρίς να υπολογίσει ότι οι δικές της προτεραιότητες και ανάγκες δεν ταυτίζονται με εκείνες του κ. Σόιμπλε, ούτε του ΔΝΤ.
Από την άλλη, το ΔΝΤ και η Γερμανία έχουν εμπλακεί σε μία συζήτηση που «τρελαίνει» τους οικονομολόγους, δηλαδή τον ρυθμό ανάπτυξης που θα έχει η Ελλάδα μέχρι το 2060, εάν θα είναι 1% ή 1,5% κατά μέσο όρο. Εδώ οι μεγάλοι οργανισμοί, μεταξύ των οποίων και η Κομισιόν, αποτυγχάνουν να προβλέψουν την πορεία μιας οικονομίας για 1-2 χρόνια και κάθε τρίμηνο τις αναθεωρούν προς τα πάνω ή προς τα κάτω, είναι δυνατόν να γίνει σοβαρή πρόβλεψη για 40 χρόνια;
Ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες, οι δανειστές δεν είναι σε θέση να υπολογίσουν τις ανάγκες ελάφρυνσης του χρέους, ενώ προς το παρόν ούτε το ΔΝΤ ούτε το Βερολίνο δείχνουν οποιαδήποτε διάθεση εξεύρεσης κοινού τόπου, προκειμένου να καταστεί δυνατή η λήψη συνολικής απόφασης στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου.
Στο σημείο όπου βρισκόμαστε σήμερα μια απόφαση για την εκταμίευση μόνο της δόσης θα ήταν η χειρότερη εξέλιξη για την οικονομία, η οποία έχει ανάγκη όσο ποτέ από μια ώθηση. Συνεπώς, πρέπει να βρεθεί πάση θυσία μια φόρμουλα, η οποία τουλάχιστον θα διασφαλίζει την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, διαφορετικά θα βρεθούμε σε δραματικό αδιέξοδο.