Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Στην Ελλάδα της κρίσης είναι όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρες οι θέσεις και οι αναλύσεις του καθηγητή Ντάρον Ατζέμογλου. Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη; Για ποιους λόγους μερικά έθνη είναι πλούσια και κάποια άλλα φτωχά; Πώς συμβαίνει και η ευημερία, η ένδεια και οι ασθένειες χωρίζουν τα έθνη; Ευθύνεται η κουλτούρα, το κλίμα ή η γεωγραφία; Ή μήπως η άγνοια για το ποιες είναι οι σωστές πολιτικές;
Στα παραπάνω ερωτήματα, τα οποία είναι εξόχως επίκαιρα και στη χώρα μας, η απάντηση είναι «όχι», λέει ο καθηγητής Ντάρον Ατζέμογλου. Κανένας από τους παραπάνω παράγοντες δεν είναι καθοριστικός ή μοιραίος. Είναι κυρίως θεσμικά τα αίτια της επιτυχίας ή της αποτυχίας των εθνών και ίσως στο επίπεδο αυτό η Ελλάδα να αποτελεί κορυφαίο case study. Μία χώρα που στα 35 χρόνια ένταξής της στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση δέχθηκε περί τα 200 δισεκατομμύρια ευρώ επιδοτήσεις και 900 δισεκατομμύρια ευρώ διάφορα δάνεια, πώς κατάφερε, αφενός, να χρεοκοπήσει και, αφετέρου, να μην μπορεί να ανακάμψει;
Την απάντηση θα μπορούσε να την αναζητήσει κανείς στο περίφημο βιβλίο των Ντ. Ατζέμογλου και Τζέιμς Ρόμπινσον «Γιατί Αποτυγχάνουν τα Έθνη» (εκδόσεις Λιβάνη), αλλά και στην ανάλυση μίας διάλεξης του αναπληρωτή καθηγητή Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Θεσμών, Αριστείδη Χατζή. Αναλύοντας τον κορμό της σκέψης του Ντ. Ατζέμογλου, ο Έλληνας καθηγητής, έπειτα από μία διάλεξη του Αμερικανού καθηγητή στο ΜΙΤ, τονίζει ότι η πρόοδος μίας χώρας είναι συνάρτηση της ποιότητας αλλά και της ευκαμψίας των θεσμών της. Ήτοι, πολλά εξαρτώνται από το κατά πόσον οι θεσμοί είναι ανοικτοί ή κλειστοί.
Με βάση τη λογική αυτή, η Ελλάδα, κατά τον Ντ. Ατζέμογλου, κατατάσσεται στις χώρες που αναπτύχθηκαν υπό συνθήκες κλειστών θεσμών και αυτό είναι σήμερα το σοβαρότερο πρόβλημά της. Σοβαρότερο και από το δημόσιο χρέος της - καθ’ όσον η αποπληρωμή και εξυπηρέτηση του τελευταίου εξαρτάται από ανοικτές θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Για λόγους που δεν μπορούν να παρατεθούν στον περιορισμένο χώρο του παρόντος σημειώματος, η Ελλάδα, στη μεταπολεμική κυρίως περίοδο, αναπτύχθηκε υπό όρους ελάχιστα ανοικτούς και προσαρμοσμένους στις δυτικές αρχές. Για μια μακρά περίοδο, ένα υπερμέγεθες, παρεμβατικό και προστατευτικό κράτος ελέγχει το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα μας, μοιράζει προσόδους, προστατεύει μονοπώλια και ολιγοπώλια και προσφέρει κοινωνικά προνόμια σε ομάδες που ευνοούν την τακτική του - ήτοι, στην κρατική γραφειοκρατία.
Πάνω σε ένα παρόμοιο οικοδόμημα στηρίχθηκε και η μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη στη χώρα μας, η οποία δέχθηκε επίσης σημαντική οικονομική βοήθεια από τη Δύση για να μπορέσει να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις μιας ανοικτής οικονομίας και να ενσωματωθεί στο ανταγωνιστικό πλέγμα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας.
Δυστυχώς, η ευκαιριακή και τελείως ανορθόλογη χρησιμοποίηση των παραπάνω πόρων, όπως και η αντίστοιχη των δανειακών που εισέρρευσαν αφειδώς στη χώρα, δημιούργησε μία επίπλαστη ευημερία, που όμως και αυτή και ο «πλούτος» της είχαν ημερομηνία λήξεως.
Και αυτή η τελευταία ήλθε το 2009, ως αποτέλεσμα επίσης της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης. Έτσι, η χώρα έφθασε στο κατώφλι της άτακτης χρεοκοπίας και το αν την απέφυγε το οφείλει στην πρωτοφανή για τα παγκόσμια χρονικά κεφαλαιακή βοήθεια που δέχθηκε από τους εταίρους της στην Ευρωζώνη.
Σήμερα, λοιπόν, η Ελλάδα καλείται να υιοθετήσει και να εφαρμόσει ένα άλλο αναπτυξιακό πρότυπο, που απαιτεί πρωτίστως ριζικές θεσμικές ανατροπές. Για να συνεχίσει να αναπτύσσεται, θα πρέπει να εγκαταλείψει αυτό το κορπορατίστικο μοντέλο και να υιοθετήσει ανοικτούς θεσμούς: να ανοίξει τις αγορές αλλά και το πολιτικό σύστημα, να ενεργοποιήσει μηχανισμούς πολιτικής συμμετοχής, να κάνει μεγάλες μεταρρυθμίσεις.
Ωστόσο, το μπλοκ των ευνοημένων (πολιτικό σύστημα, οικονομική ολιγαρχία, προνομιούχες επαγγελματικές ομάδες και ισχυρά συνδικάτα του Δημοσίου) δεν το επιτρέπουν… Οι ολιγοπωλιακές-μονοπωλιακές δομές κάνουν ό,τι μπορούν για να εμποδίσουν τον ανταγωνισμό και την καινοτομία. Οι ισχυρές ομάδες προσοδοθήρων θεωρούν ότι η πρόσοδος (rent) είναι δικαίωμά τους και το κράτος υποχρεωμένο να παρεμβαίνει για να την εξασφαλίζει. Όλοι αυτοί συγκροτούν την αντιμεταρρυθμιστική συμμαχία, που είναι πανίσχυρη. Ακόμα χειρότερα δε, έχει και βαθιές αρθρώσεις.
Έτσι, καθώς πλησιάζει τα όριά του, το «κράτος των κλειστών θεσμών» αδυνατεί να υιοθετήσει τους ανοικτούς θεσμούς, παγιδευμένο αρχικά στον σχετικά ικανοποιητικό πλούτο του που το διατηρεί σε κατάσταση νιρβάνα. Δεν υπάρχει ζήτηση για θεσμικές αλλαγές. Γιατί να ανατρέψουμε κάτι που μας βολεύει; Αυτή είναι η θεσμική παγίδα του μεσαίου εισοδήματος (Middle Income Institutional Trap) που αναφέρει ο καθηγητής Ντ. Ατζέμογλου.
Πώς θα ξεφύγουμε από αυτή την παγίδα; Πώς θα αποδυναμώσουμε τις οικονομικές ελίτ, πώς θα υποχρεώσουμε τις πολιτικές ελίτ σε μεταρρυθμίσεις, πώς θα αντιμετωπίσουμε τις ισχυρές ομάδες πίεσης;
Μπορούμε να περιμένουμε (θεσμική) βοήθεια από την Ευρώπη; «Δυστυχώς», λέει ο Αμερικανός καθηγητής, «η Ευρωπαϊκή Ένωση θεσμικά έκανε ελάχιστα τα τελευταία 20 χρόνια».
«Επιπλέον, με τις μεταβιβάσεις (“πακέτα”, “επιδοτήσεις”, κ.λπ.) ενίσχυσε τα ισχυρά πελατειακά συστήματα ενισχύοντας το πρόβλημα. Δηλαδή, πιο απλά, μας έδιναν χρήματα χωρίς να ελέγχουν πού πήγαιναν τα χρήματα αυτά. Όταν η Ευρωζώνη έδωσε τη δυνατότητα σε αυτό το τεράστιο πελατειακό σύστημα για ένα επιπλέον πλεονέκτημα, να δανείζεται φθηνά, είχαμε αυτό που εγώ ονομάζω στην περίπτωση αυτή the perfect storm (η τέλεια καταιγίδα). Πέσαμε με τα μούτρα στην εμβάθυνση των κλειστών θεσμών και τελικά, όταν η καταιγίδα ξεκίνησε, βρεθήκαμε στον πάτο. Οι “λύσεις” (αναποτελεσματική και άδικη λιτότητα, αντί μεταρρυθμίσεων), χειροτέρευσαν το πρόβλημα».
Και τώρα τι κάνουμε; Πώς θα ξεφύγουμε από την παγίδα; Η λύση είναι μία και ακούει στο όνομα «καινοτόμος θεσμική ανατροπή». Έτσι, το δεύτερο ερώτημα είναι: ποιοι μπορούν να φέρουν εις πέρας το όντως κολοσσιαίο αυτό έργο στις σημερινές συνθήκες; Απάντηση δεν υπάρχει και αυτό το γεγονός αφ’ εαυτό αναδεικνύει ποιο είναι το δράμα της χώρας, την οποία σταδιακά θα εγκαταλείπουν όλοι αυτοί που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν να ορθοποδήσει.