Ο τομέας της ενέργειας έχει τη δυνατότητα να μειώσει τις παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 70% ως το 2050 και να τις καταργήσει εντελώς μέχρι το 2060, σύμφωνα με νέα έρευνα του Διεθνούς Οργανισμού Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (IRENA).
Η μείωση αυτή θα γίνει δυνατή μέσω της επένδυσης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η οποία με τη σειρά της θα έχει ως αποτέλεσμα ανάπτυξη και πολλαπλά οικονομικά οφέλη.
Για να επιτευχθεί αυτός ο φιλόδοξος στόχος, το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα θα πρέπει να αυξηθεί από το 15% το 2015 στο 65% το 2050, αναφέρει η έκθεση. Αυτό θα γίνει εφικτό μόνο μέσω επιπλέον ενεργειακών επενδύσεων ύψους 29 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ως το 2050. Το ποσό αυτό ισοδυναμεί με το 0,4% του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Εξάλλου, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι επενδύσεις αυτές, σε συνδυασμό με άλλες πολιτικές που υποστηρίζουν την ανάπτυξη, θα δώσουν ώθηση στις αγορές και θα ενισχύσουν το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 0,8% ως το 2050.
Συνολικά εκτιμάται ότι θα δημιουργηθούν έξι εκατομμύρια θέσεις εργασίας, ακόμη και αν ληφθούν υπ’ όψιν οι θέσεις εργασίας που θα χαθούν σε άλλες βιομηχανίες. Περαιτέρω θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν στον τομέα της ενεργειακής απόδοσης. Ωστόσο, η έκθεση αναφέρει ότι οι απώλειες των εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου μπορούν να ξεπεράσουν τα 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια, αν η μετάβαση δεν γίνει με σωστή διαχείριση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του οργανισμού, το 2015 οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που συνδέονται με τον τομέα της ενέργειας ανήλθαν στους 32 γιγατόνους. Οι εκπομπές αυτές θα πρέπει να μειωθούν στους 9,5 γιγατόνους το 2050 ώστε να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη σε λιγότερους από δύο βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, καταλήγει η έκθεση.