«Το Eurogroup της 20ής Μαρτίου θα καταστεί άκαρπο» εκτιμά ο τομεάρχης Εργασίας της Νέας Δημοκρατίας, Γιάννης Βρούτσης, ενώ παράλληλα αναφέρει ότι η κυβέρνηση έχει επιλέξει να σύρει την αξιολόγηση, κάτι που, όπως τονίζει «θα συμπαρασύρει την οικονομία και την κοινωνία».
Μιλώντας στην εφημερίδα «Free Sunday», ο κ. Βρούτσης σημειώνει ότι η αξιολόγηση έπρεπε να έχει κλείσει από τον Φεβρουάριο του 2016. «Ήδη οι αρνητικές επιπτώσεις εμφανίζονται με μεγάλη ένταση στον τραπεζικό τομέα (αύξηση του ELA και δανεισμός 7,5 φορές πιο ακριβός), απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας (το τελευταίο πεντάμηνο χάθηκαν 114.224 θέσεις απασχόλησης), ύφεση για την οικονομία και το 2016, αύξηση των κόκκινων δανείων και γενικότερα επιδείνωση του οικονομικού κλίματος», συμπληρώνει.
Αναφερόμενος στις συντάξεις, ο κ. Βρούτσης αναφέρει ότι «οι προσαρμογές του ασφαλιστικού ήταν 3,5 δισ. ευρώ (1o μνημόνιο) και 3,9 δισ. ευρώ (2ο μνημόνιο). Στον αντίποδα, με το τρίτο μνημόνιο, οι μέχρι τώρα μειώσεις είναι 3,5 δισ. ευρώ (μερίσματα, κύριες και επικουρικές συντάξεις, ΕΚΑΣ, χηρείας κ.ά.) και επιπλέον 6,5 δισ. ευρώ προέρχονται από τις συντάξεις που θα δοθούν μετά τις 12/05/2016 και στη συνέχεια, καθώς θα είναι μειωμένες μεσοσταθμικά κατά 20%! Αυτή η διαφορά του ύψους των συντάξεων πριν και μετά τον "νόμο Κατρούγκαλου" αποτελεί την προσωπική διαφορά για τους σημερινούς συνταξιούχους. Δυστυχώς, η κυβέρνηση έχει μεθοδεύσει και ήδη έχει δεσμευτεί για την κατάργηση μέρους ή ολόκληρης της προσωπικής διαφοράς για τα 2,7 εκατομμύρια σημερινούς συνταξιούχους».
Ερωτηθείς σχετικά με τη στάση του ΔΝΤ στα εργασιακά, ο πρώην υπουργός τονίζει ότι αν η αγορά εργασίας της χώρας μας είχε μεταρρυθμιστεί νωρίτερα, οι επιπτώσεις της κρίσης στην ανεργία θα ήταν ηπιότερες και η κορύφωσή της δεν θα ξεπερνούσε το 20%. «Εάν, πάλι, δεν προχωρούσαμε σε μεταρρυθμίσεις την περίοδο 2012-2014, η ανεργία θα είχε ξεπεράσει κατά πολύ το 30%. Δεν αποτελεί σκληρή θέση, λοιπόν, κάτι το οποίο ταυτόχρονα ευνοεί τους εργαζόμενους και ενισχύει την επιχειρηματικότητα (...) Ούτε απαραίτητα αποτελεί σκληρή θέση η προσπάθεια βελτίωσης που ακυρώνει παθογένειες και στρεβλώσεις δεκαετιών».
Ο ίδιος τάχθηκε υπέρ της αλλαγής του συνδικαλιστικού νόμου, προκειμένου να «εκσυγχρονιστεί και να καταργηθούν προνόμια και καταχρηστικές συμπεριφορές», τονίζοντας ότι είναι «προς όφελος των εργαζομένων να γίνει απλούστευση της εργατικής νομοθεσίας» και ότι είναι «θετικό να περιφρουρηθεί η αγορά εργασίας από παραβατικές και έκνομες συμπεριφορές».