Πρόσφατη μετανάλυση που έγινε από τους επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο της Βερόνα στην Ιταλία επιβεβαίωσε ότι η ινσουλινοαντίσταση αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τις νέες γυναίκες που έχουν σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό έντυπο «Current Pharmaceautical Design» και σύμφωνα με τους ερευνητές η ινσουλίνη δεν λειτουργεί σωστά στις γυναίκες που έχουν σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Όπως ανέφερε ο Δρ. Πάολο Μοτζέττι, μετά την αξιολόγηση των στοιχείων για την παθογένεση και θεραπεία της εξασθενημένης δράσης της ινσουλίνης που συχνά διαγιγνώσκεται σε γυναίκες με το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ινσουλινοαντίσταση αποτελεί βασικό μηχανισμό της παθογένεσης του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών, επειδή κατά βάση η υπερινσουλιναιμία έχει έντονη αλληλεπίδραση με την περίσσεια ανδρογόνων που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη γυναικολογική πάθηση.
Επιπλέον, όπως είπε, η εξασθενημένη δράση της ινσουλίνης είναι κεντρικός μηχανισμός των μεταβολικών ανωμαλιών, που επίσης εντοπίζεται σε αυτές τις γυναίκες και αποτελεί μείζονα πτυχή του υποκείμενου ιατρικού βάρους που αποδίδεται στο σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Αναλύοντας τη μελέτη αυτή, ο Μαιευτήρας-Χειρουργός Γυναικολόγος με εξειδίκευση στην Εξωσωματική Γονιμοποίηση και την Λαπαροσκοπική Χειρουργική, συνεργάτης στη Μονάδα Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής του Μαιευτηρίου ΜΗΤΕΡΑ Χάρης Χηνιάδης, τόνισε ότι το βασικό ερώτημα που προκύπτει από αυτή είναι ο ρόλος του σωματικού βάρους και συγκεκριμένα του πλεονάζοντος σωματικού λίπους στις γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Όπως λέει, κι άλλες συστηματικές μελέτες έχουν δείξει πως οι παχύσαρκες πάσχουσες γυναίκες που έχουν αντίσταση στη δράση της ινσουλίνης διατρέχουν κίνδυνο έως και 20% να νοσήσουν στο μέλλον από Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου ΙΙ (μη ινσουλινο-εξαρτώμενος). Ωστόσο, ακόμη και οι ασθενείς που δεν είναι παχύσαρκες, αλλά έχουν αυξημένο σωματικό βάρος (δείκτης σωματικής μάζας >27), έχουν αυξημένο ρίσκο εμφάνισης της νόσου. Αλλαγές στον τρόπο ζωής και/ή συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή μπορούν να συμβάλλουν θετικά στην διαχείριση της κατάστασης. Αλλά το θεραπευτικό μοντέλο που επιλέγεται κάθε φορά πρέπει να είναι εξατομικευμένο.
Ο γιατρός διευκρινίζει ότι δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών με τις πολυκυστικές ωοθήκες, καθώς οι δεύτερες αποτελούν εύρημα με αυξανόμενη συχνότητα λόγω της χρήσης υπερήχων στην γυναικολογική εξέταση ρουτίνας. Σύμφωνα με τον γιατρό, το 20% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας έχουν πολυκυστικές ωοθήκες, αλλά λιγότερες από τις μισές έχουν τα βιοχημικά και ορμονικά ευρήματα που συνιστούν το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, το οποίο αφορά τελικά το 4-5% του γυναικείου πληθυσμού αναπαραγωγικής ηλικίας. Μάλιστα, όπως λέει, οι μελέτες για τα αίτια του συνδρόμου έχουν αναδείξει τον ρόλο ενός συγκεκριμένου γονιδίου, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να κληροδοτηθεί από τη μητέρα στην κόρη.
Όπως επισημαίνει ο κ. Χηνιάδης, για να υπάρξει μια επιτυχημένη θεραπευτική διαχείριση του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών, ο γιατρός πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν του όλα τα κλινικά, εργαστηριακά και απεικονιστικά δεδομένα.
Συνήθως στην αρχή της θεραπείας ο γιατρός προτείνει ένα απλό αντισυλληπτκό χάπι ή οξική κυπροτερόνη με προγεστρερινοειδές προκειμένου να επιτευχθεί σταθερός κύκλος και να προστατευθεί το ενδομήτριο. Ταυτόχρονα συνιστά τακτική άσκηση και δίαιτα και αν κριθεί απαραίτητη από τον έλεγχο ινσουλίνης/γλυκόζης, τότε σύμφωνα με τα νέα δεδομένα μπορεί σταδιακά να χορηγηθεί μετφορμίνη, η οποία χορηγείται και στον Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου ΙΙ, με ικανοποιητικά αποτελέσματα στον έλεγχο του βάρους, την τριχοφυία, αλλά και την ωορρηξία.
Τέλος, να σημειωθεί ότι η ινσουλίνη είναι η ορμόνη που εκκρίνεται από το πάγκρεας και ρυθμίζει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, διευκολύνοντας τη μεταφορά γλυκόζης από την κυκλοφορία του αίματος μέσα στα κύτταρα, όπου θα αποτελέσει καύσιμη ύλη για την παραγωγή ενέργειας. Η δράση της είναι τόσο σημαντική, που σε απουσία της ορμόνης τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ανέρχονται σε πολύ υψηλά επίπεδα και αναπτύσσεται σακχαρώδης διαβήτης.
Ωστόσο, σε περιπτώσεις που στα άτομα που είναι παχύσαρκα, έχουν σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, προδιάθεση για διαβήτη, υπερέκκριση κορτιζόλης κ.ά., μολονότι δεν επηρεάζεται αρνητικά η παραγωγή και η έκκριση της ινσουλίνης, διαταράσσεται η δράση της στα κύτταρα. Έτσι, παρά την παρουσία της ινσουλίνης, η γλυκόζη δεν μπορεί να ρυθμιστεί, καθώς οι ιστοί "αντιστέκονται" στη δράση της (ινσουλινοαντίσταση). Για να το αντιμετωπίσει αυτό ο οργανισμός, εξωθεί το πάγκρεας σε υπερβολική παραγωγή ινσουλίνης, τόσο, που τα επίπεδά της στο αίμα να αυξάνονται από 2 έως και 10 φορές πάνω από το φυσιολογικό (Υπερινσουλιναιμία). Το φαινόμενο αυτό είναι τόσο συχνό, που απαντάται περίπου στο 20-26% του ενηλίκου πληθυσμού σε Ευρώπη και Αμερική.