Από την έντυπη έκδοση
Του Δ. Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]
Οι κλιμακούμενης προκλητικότητας δηλώσεις της τουρκικής ηγεσίας δεν συνιστούν ένα νέο στοιχείο στις διμερείς σχέσεις, ούτε διαφοροποιούν δραματικά την κατάσταση «ψυχρής ειρήνης» υπό το καθεστώς της οποίας συνυπάρχουν οι δύο χώρες.
Εδώ και δεκαετίες -με ορατό σημείο έναρξης την ανάδειξη του Κυπριακού όχι απλώς ως ζητήματος αυτοδιάθεσης κι ανεξαρτησίας μιας αποικιοκρατούμενης χώρας, αλλά ως υπόθεση διατήρησης της παρουσίας του ελληνισμού στο απώτατο άκρο της Ανατολικής Μεσογείου- η Τουρκία έχει αποδυθεί σε έναν συστηματικό αγώνα αναθεώρησης των διεθνώς αναγνωρισμένων όρων συμβίωσης και γειτονίας.
Για τον προσεκτικό παρατηρητή, η ιστορία των διμερών σχέσεων από την επομένη του θανάτου του Κεμάλ Ατατούρκ, το 1938, δεν είναι παρά μια ατέλειωτη αλυσίδα αποφάσεων κι ενεργειών που κατέτειναν στη συρρίκνωση του ελληνικού στοιχείου στο εσωτερικό της Τουρκίας, πριν η Άγκυρα αποπειραθεί να διευρύνει το μέτωπο της αμφισβήτησης σε όλο το εύρος των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Με αυξομειούμενη ένταση -υπολογίζοντας και τη διεθνή συγκυρία- η Τουρκία εφαρμόζει και υλοποιεί μια στρατηγική «ψυχολογικού πολέμου» εις βάρος της Ελλάδας, σκοπεύοντας, σε πρώτη φάση, σε επέκταση επιρροής και σε μια δεύτερη -αν οι συνθήκες το επιτρέψουν- σε επέκταση κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο.
Η αποτυχία της Τουρκίας να επιβάλει συνθήκες μιας οιονεί «φινλανδοποίησης» της Ελλάδας είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για την αποτροπή της πλήρους κατάρρευσης μιας κρίσιμης γεωπολιτικά περιοχής, για τη διατήρηση της σταθερότητας και της ειρήνης στα Βαλκάνια και τη ΝΑ Μεσόγειο.
Ο απροκάλυπτος αναθεωρητισμός του Buyuk Usta (Μεγάλος Μάστορας), Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, οι διακηρύξεις του για την Buyuk Turkiye (Μεγάλη Τουρκία), συνιστά «έκπληξη» μόνο στον βαθμό και μόνο για εκείνους που είχαν πείσει εαυτούς κι αλλήλους ότι στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου υπήρχε μια ηγεσία αποφασισμένη να συναρθρώσει την πολιτική και τον βηματισμό της με τα δημοκρατικά προτάγματα της Δύσης κι όχι με τα diktat του ανατολίτικου δεσποτισμού.
Η «Νέα Μεγάλη Τουρκία», που ονειρεύεται ο Ερντογάν, προϋποθέτει μια ριζική αναδιαμόρφωση του εσωτερικού καθεστώτος στην ίδια την Τουρκία, πριν δοκιμάσει τον βηματισμό της κι εκτός συνόρων και σε μια περιοχή που εκτείνεται από το Ιράκ έως την Αλβανία, την πΓΔΜ και το Κοσσυφοπέδιο.
Το «σχέδιο Ερντογάν», για μια οθωμανική παλινόρθωση κινούμενη στην τροχιά του Lebensraum (ζωτικός χώρος), είναι πρόγραμμα και σχέδιο πρόκλησης μείζονος αναταραχής με παγκόσμιες διαστάσεις. Και δεν μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή παρά μόνο αν η Τουρκία του Ερντογάν αποφασίσει, αποκοπτόμενη από τη δυτική Συμμαχία, να αυτοκτονήσει.