Μεγάλη αυστραλιανή μελέτη η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «BJOG» διαπίστωσε ότι η εξωσωματική γονιμοποίηση δεν αυξάνει τον κίνδυνο απόκτησης παιδιού με συγγενείς ανωμαλίες. Αντίθετα, ο κίνδυνος είναι μικρότερος συγκριτικά με την φυσιολογική σύλληψη, όταν η γυναίκα είναι άνω των 40 ετών.
Οι επιστήμονες από το πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας αξιολόγησαν στοιχεία για πάνω από 300.000 γεννήσεις που έγιναν στη Νότια Αυστραλία κατά την περίοδο 1986-2002 σε μια αναδρομική μελέτη. Στο δείγμα περιλαμβάνονταν περισσότερες από 4.000 γεννήσεις μετά από προσπάθειες με εξωσωματική γονιμοποίηση. Συγκεκριμένα, 2.200 παιδιά είχαν γεννηθεί με την κλασική IVF και 1.600 παιδιά με τη μέθοδο της Μικρoγονιμοποίησης (ICSI).
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες άνω των 40 ετών είχαν λιγότερες πιθανότητες να γεννήσουν παιδιά με γενετικές ανωμαλίες στην εξωσωματική γονιμοποίηση από ό,τι στη φυσιολογική σύλληψη. Ενώ παρατήρησαν ότι δεν υπήρχε καμία σχέση μεταξύ της εξωσωματικής γονιμοποίησης και της ICSI με την εμφάνιση συγγενών ανωμαλιών στα νεογνά, ειδικά σε γυναίκες άνω των 35 ετών.
Αναλύοντας τη μελέτη αυτή ο Μαιευτήρας-Χειρουργός Γυναικολόγος με εξειδίκευση στην εξωσωματική γονιμοποίηση και τη Λαπαροσκοπική Χειρουργική Χάρης Χ. Χηνιάδης τόνισε ότι τα βασικά ευρήματα της μελέτης ήταν ότι οι συγγενείς ανωμαλίες οφείλονται κυρίως στην ηλικία της μητέρας, στο πόσα παιδιά έχει γεννήσει στο παρελθόν και στο αν είναι καπνίστρια. Απέδειξε μάλιστα η μελέτη, σύμφωνα με τον κ. Χηνιάδη, ότι οι γυναίκες που δεν καπνίζουν, δεν καταναλώνουν αλκοόλ ή ναρκωτικές ουσίες και δεν λαμβάνουν συμπληρώματα φολικού οξέως ή βιταμίνης D έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να γεννήσουν παιδιά χωρίς συγγενείς ανωμαλίες.
Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι οι γυναίκες οι οποίες έχουν ένα ή δύο παιδιά από προηγούμενες εγκυμοσύνες, έχουν μικρότερη πιθανότητα να γεννήσουν παιδί με κάποια συγγενή ανωμαλία και αυτό είναι φυσιολογικό γιατί είναι αποδεδειγμένα γονιμότερες και άρα έχουνε ένα φυσιολογικό ιστορικό.
Όπως ανέφερε ο Δρ Χηνιάδης, η μελέτη αυτή έρχεται να προστεθεί σε άλλες, οι οποίες έχουν παρακολουθήσει τη νευρολογική και ψυχοκινητική εξέλιξη των παιδιών που έχουν γεννηθεί με Εξωσωματική Γονιμοποίηση μέχρι και το 7ο έτος της ζωής τους και έχουν αποδείξει ότι τα παιδιά αυτά, τα οποία τυγχάνουν μεγάλης προσοχής και βοήθειας ως προς τη μόρφωση τους καθώς και την κοινωνική τους ένταξη, φαίνεται ότι έχουν ψυχοκινητικό πλεονέκτημα σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά.
Με λίγα λόγια, καταρρίπτονται οι μύθοι που ήθελαν η μέθοδος της εξωσωματικής γονιμοποίησης και της ICSI να ευθύνονται για την εμφάνιση συγγενών ανωμαλιών στα νεογνά που έχουν γεννηθεί από μητέρες άνω των 35 ετών.