Του Κώστα Δεληγιάννη
Η 37χρονη Αμερικανίδα Κέιτ Ρούμπινς, ειδική στη μελέτη ιών η οποία μέχρι το 2009 εργαζόταν στο Ινστιτούτο Βιοϊατρικών Ερευνών Whitehead στη Μασαχουσέτη, έγινε η πρώτη επιστήμονας που αποκρυπτογράφησε δείγματα γενετικού υλικού σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας.
Η μοριακή βιολόγος έγραψε ιστορία το περασμένο Σαββατοκύριακο, όταν και πραγματοποίησε με επιτυχία το συγκεκριμένο πείραμα στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό. Ένα πείραμα που απέδειξε πως ο προσδιορισμός της αλληλουχίας γονιδιωμάτων μπορεί να πραγματοποιηθεί και έξω από το γήινο περιβάλλον, ώστε να χρησιμοποιηθεί σε μελλοντικές επανδρωμένες αποστολές για την προστασία της υγείας των αστροναυτών ή ακόμη και για τον εντοπισμό εξωγήινων μορφών ζωής.
Η ανάλυση έγινε με μία φορητή συσκευή «ανάγνωσης» γενετικού υλικού, η οποία ονομάζεται MinION και αναπτύχθηκε από την Oxford Nanopore Technologies. Χάρις στην τεχνολογία στην οποία βασίζεται, η MinION είναι πολύ μικρή αφού το μέγεθός της δεν ξεπερνά τις διαστάσεις ενός smartphone.
Επίσης ζυγίζει μόλις 120 γραμμάρια και λειτουργεί πολύ γρήγορα, αφού τα αποτελέσματά της είναι έτοιμα σε μόλις 10 λεπτά.
Από τα τέλη του 2015 που κυκλοφόρησε στην αγορά, η συσκευή έχει χρησιμοποιηθεί και εκτός εργαστηρίου, όπως για παράδειγμα για την παρακολούθηση της επιδημίας του Έμπολα ή του Ζίκα. Ωστόσο, μέχρι πριν από λίγες ημέρες, κανείς δεν μπορούσε να προεξοφλήσει πως θα λειτουργούσε και στο διάστημα.
Ένας λόγος ήταν πως, σε περιβάλλον έλλειψης βαρύτητας, συμπεριφέρονται διαφορετικά οι φυσαλίδες που ενδεχομένως αναπτύσσοντας στα δείγματα, τα οποία πρέπει να είναι σε υγρή μορφή. Από την άλλη πλευρά, υπήρχε το ενδεχόμενο τα ευαίσθητα συστήματα της συσκευής να παρουσιάσουν βλάβη κατά το «ταξίδι» τους από τη Γη.
Όπως όμως φάνηκε, κανένα από αυτά τα σενάρια δεν επιβεβαιώθηκε στην πράξη. Στο πλαίσιο του πειράματος, η Ρούμπινς ανέλυσε δείγματα γενετικού υλικού από ένα τρωκτικό, έναν ιό και ένα βακτήριο, στέλνοντας τα αποτελέσματα στη Γη.
Με επικεφαλής επιστήμονες από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο, μία ομάδα ερευνητών αντιπαρέβαλε τα δεδομένα με τα αποτελέσματα από την ανάλυση παρόμοιων δειγμάτων, που έγινε σε ένα επίγειο εργαστήριο. Η συμφωνία τους απέδειξε πως το διάστημα δεν αποτελεί τελικά εμπόδιο στην «ανάγνωση» του DNA.
Η επιτυχία του πειράματος σημαίνει πως οι αστροναύτες μπορούν να αποκωδικοποιούν το γενετικό υλικό οργανισμών στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, αλλά και σε αποστολές προς μακρινότερους προορισμούς στο ηλιακό σύστημα. Έτσι, για παράδειγμα, θα έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν κατά πόσο έχει αναπτυχθεί κάποιος μύκητας.
«Με αυτό τον τρόπο, θα μπορούν ανά πάσα στιγμή να γνωρίζουν τι υπάρχει στο περιβάλλον τους», σημειώνει η μικροβιολόγος της NASA Σάρα Κάστρο-Γουάλας στην ανακοίνωση της αμερικανικής υπηρεσίας διαστήματος. «Αυτό θα μας επιστρέψει, εδώ στη Γη, να αποφασίσουμε ποια είναι η πιο κατάλληλη κίνηση – θα πρέπει για παράδειγμα να απολυμανθεί ο χώρος ή να πάρουν αντιβιοτικά οι αστροναύτες;»
«Στην περίπτωση του Διαστημικού Σταθμού, υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα ανεφοδιασμού με βακτηριοκτόνα ή αντιβιοτικά», προσθέτει. «Αν όμως κάποιο πλήρωμα κινείται μακρύτερα από μια τροχιά γύρω από τη Γη, χρειάζεται να γνωρίζουμε πότε πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις πολύτιμες προμήθειες, και πότε μπορούμε να το αποφύγουμε».
Παράλληλα, η ίδια τεχνολογία θα επέτρεπε στους αστροναύτες να ελέγξουν για εξωγήινες μορφές ζωής ή οργανικό υλικό, καθώς θα εξερευνούν το διάστημα.