Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Με την ιδιότητα του διεθνούς οργανισμού, ο οποίος προσφέρει δάνεια και τεχνογνωσία σε χώρες που υποβάλλουν αντίστοιχο αίτημα, το ΔΝΤ διαθέτει κάτι με το οποίο η Ελλάδα δεν είναι ιδιαιτέρως εξοικειωμένη, μηχανισμούς αξιολόγησης.
Συμπεράσματα, τα οποία εξάγουν οι τεχνοκράτες του συχνά υπόκεινται σε αποσπασματική και επιλεκτική ερμηνεία, που ενίοτε οδηγεί σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός υιοθετεί με κάθε ευκαιρία την κριτική σύμφωνα με την οποία το ΔΝΤ ομολογεί ότι το ελληνικό πρόγραμμα ήταν ένα λάθος.
Εκφράζει μάλιστα την απορία για ποιον λόγο επιμένει στο ίδιο λάθος: «Είναι παράδοξο από τη μια μεριά να αναγνωρίζουν τα λάθη τους όσοι σχεδίασαν αυτές τις πολιτικές και την ίδια στιγμή που παραδέχονται το λάθος να επιμένουν στην εφαρμογή του λάθους και να λένε ότι το λάθος είναι ότι δεν εφαρμόζεται το λάθος με ευχαρίστηση».
Ας δούμε λοιπόν τι συμβαίνει ακριβώς, με την ευκαιρία της τελευταίας «ομολογίας» του οργανισμού, ο οποίος μάλιστα είναι ο μοναδικός σύμμαχος της ελληνικής κυβέρνησης στην αξίωση για γρήγορη, περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
Τα λάθη των πιστωτών είναι υπαρκτά και δεδομένα αλλά διαφορετικά από αυτά που αποπροσανατολιστικά επικαλείται το κυρίαρχο ρεύμα της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα.
Μέσα από την έκθεση του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης του ΔΝΤ (Independent Evaluation Office, ΙΕΟ), η οποία αφορά αποκλειστικά το πρώτο πρόγραμμα προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας (Μάιος 2010), καθώς και τα αντίστοιχα προγράμματα της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, το ΔΝΤ ασκεί κριτική στο ΔΝΤ για το γεγονός ότι συμμετείχε στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, χωρίς να διασφαλίσει ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα ήταν βιώσιμο.
Ωστόσο, η έκθεση αναγνωρίζει επίσης ότι την επιλογή αυτή υπαγόρευσε η αυξημένη πιθανότητα διάχυσης της κρίσης στην περίπτωση αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους εκείνη τη χρονική στιγμή.
«Η κρίση στην Ευρωζώνη ήταν χωρίς προηγούμενο (…) Δεδομένου του πρωτοφανούς συστημικού κινδύνου, τα προγράμματα που υποστηρίχθηκαν από το Ταμείο πέτυχαν να “αγοράσουν χρόνο” μέχρι να δημιουργηθεί τείχος προστασίας, αποτρέποντας τη διάχυση της κρίσης και επαναφέροντας την ανάπτυξη και την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές σε τρεις από τις τέσσερις χώρες: Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρο» έχει πει χαρακτηριστικά η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ. Η συγκεκριμένη παραδοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ήταν άλλωστε αυτή που επέτρεψε τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, προϋπόθεση για τη δημιουργία του ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης, ο οποίος αποδέσμευσε το υψηλότερο δάνειο που δόθηκε ποτέ σε μια χώρα, 110 δισ.
Η έκθεση όμως δεν σταματά εδώ.
Επισημαίνει την αστοχία στις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) αναφορικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης και ανεργίας, την οποία αποδίδει στην υποεκτίμηση των υφεσιακών επιπτώσεων της δημοσιονομικής προσαρμογής. Αυτό είναι γεγονός και πράγματι πιστώνεται στον οργανισμό, κυρίως υπό την έννοια ότι -τουλάχιστον εκ του αποτελέσματος - δόθηκε δυσανάλογα μεγάλη έμφαση στο δημοσιονομικό σκέλος έναντι των διαρθρωτικών παρεμβάσεων.
Θα πρέπει όμως να ληφθεί επίσης υπόψη το έτερο στοιχείο της αξιολόγησης του ΔΝΤ από το ΔΝΤ, δηλαδή η υπερτίμηση των δυνατοτήτων της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα να εφαρμόσει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με την άγνοια για τον βαθμό επιρροής των συντεχνιών και άλλων συμφερόντων που έβαλαν εμπόδια στην υλοποίηση του προγράμματος.
«Η Ελλάδα ήταν μοναδική περίπτωση. Ενώ οι στόχοι αποδείχθηκαν υπεραισιόδοξοι, το πρόγραμμα υποσκάφθηκε από πολιτική αστάθεια, αντιδράσεις από οργανωμένα συμφέροντα και μεγάλα προβλήματα εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων. Όλα αυτά οδήγησαν σε μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ύφεση» έχει δηλώσει επ’ αυτού η γενική διευθύντρια του Ταμείου, το οποίο έχει επίσης επισημάνει το γεγονός ότι βρέθηκε συχνά σε διαμάχη με τους Ευρωπαίους εταίρους, τους βασικούς χρηματοδότες του προγράμματος, καθώς οι τεχνοκράτες του οργανισμού δέχτηκαν πιέσεις για την αποδοχή θέσεων με πολιτικά κριτήρια, ανάλογα με τις προτιμήσεις των εσωτερικών ακροατηρίων στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Συνεπώς, το ΔΝΤ έκανε όντως λάθος.
Θεώρησε ότι η Ελλάδα ήταν μια αναπτυγμένη χώρα, με σχετικά επαρκή κρατικό μηχανισμό και «σώφρον» πολιτικό σύστημα, που θα μπορούσε να διεκπεραιώσει στοιχειωδώς ένα πρόγραμμα προσαρμογής τουλάχιστον έως ότου απομακρυνόταν από το χείλος του γκρεμού.
Κυρίως, όμως, έδωσε στο ελληνικό πολιτικό σύστημα τον χώρο να διατηρήσει το πελατειακό κράτος που οδήγησε στη χρεοκοπία, επιτρέποντας αντ’ αυτού οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων, «εμπλουτισμένες» με αλλεπάλληλους φόρους, σε βάρος της πραγματικής οικονομίας, αλλά και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα θέσουν το ελληνικό σύστημα σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης.
Η ελληνική αγορά παραμένει κλειστή και στρεβλή. Το ελληνικό Δημόσιο, από παραγωγός ενέργειας έως νηπιαγωγός και μεταφορέας, διατηρεί ακόμη και σήμερα εκατοντάδες οργανισμούς «φαντάσματα», στερούμενο μηχανισμών αξιολόγησης, όπως και ουσιαστικής ψηφιοποίησης των διαδικασιών. Οι γόρδιοι δεσμοί της διαπλοκής υποκαθιστούνται από νέους, σε ένα περιβάλλον περαιτέρω υποβάθμισης των ανεξάρτητων θεσμών.
Τα λάθη των πιστωτών είναι υπαρκτά και δεδομένα, αλλά διαφορετικά από αυτά που αποπροσανατολιστικά επικαλείται το κυρίαρχο ρεύμα της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα, όπου οι πολιτικές δυνάμεις εξουσίας ουδέποτε συναίνεσαν σε μια μίνιμουμ ατζέντα μεταρρυθμίσεων -6 πρωθυπουργοί και 10 υπουργοί Οικονομίας και Ανάπτυξης μέσα σε 7 χρόνια- με αποτέλεσμα η χώρα να παραμένει μόνη και λαχανιασμένη στη δίνη του «μνημονίου».