Η εισαγγελία συνέστησε την παραπομπή σε δίκη στη Γαλλία της γενικής διευθύντριας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Κριστίν Λαγκάρντ για αμέλεια σε μια διαιτησία υπέρ του Γάλλου επιχειρηματία Μπερνάρ Ταπί το 2008, όταν η κ. Λαγκάρντ ήταν υπουργός Οικονομικών.
Αν το Εφετείο ακολουθήσει τη σύσταση στην απόφασή του που αναμένεται στις 22 Ιουλίου, η Κριστίν Λαγκάρντ θα πρέπει να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου της Δημοκρατίας (CJR), ειδικού δικαστηρίου που εκδικάζει αδικήματα που διαπράττονται από μέλη της κυβέρνησης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Τον Δεκέμβριο, οι δικαστές του CJR είχαν αποφασίσει η Λαγκάρντ να δικαστεί με την κατηγορία της «αμέλειας», κάτι που δεν εμπόδισε το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ να την επιλέξει, με την υποστήριξη της Γαλλίας, για μια δεύτερη θητεία, η οποία αρχίζει επισήμως την ερχόμενη εβδομάδα.
Αν πραγματοποιηθεί η δίκη, η κ. Λαγκάρντ κινδυνεύει με φυλάκιση ενός έτους και πρόστιμο 15.000 ευρώ.
Η πρώην υπουργός επί προεδρίας Νικολά Σαρκοζί κατηγορείται ότι επέτρεψε να γίνει διαιτησία ανάμεσα στον Μπερνάρ Ταπί και την πρώην δημοσια τράπεζα Credit Lyonnais, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν το δημόσιο να καταβάλει το 2008 στον επιχειρηματία 404 εκατ. ευρώ.
Ο κ. Ταπί θεωρούσε ότι είχε εξαπατηθεί από την τράπεζα όταν πούλησε την εταιρεία αθλητικών ειδών Adidas το 1994. Αντί να απευθυνθεί στη Δικαιοσύνη, το υπουργείο Οικονομικών επέλεξε να καταφύγει σε ιδιωτική διαιτησία.
Η Δικαιοσύνη ακύρωσε τη διαιτησία, λόγω απάτης, απόφαση που επικυρώθηκε την Πέμπτη από το Εφετείο.
Στην ποινική πτυχή της υπόθεσης, έξι άτομα κατηγορούνται για απάτη από συμμορία και σφετερισμό κεφαλαίων ή συνέργεια, μεταξύ των οποίων ο Μπερνάρ Ταπί, δικηγόρος του, ο Μορίς Λαντούρν και ένας από τους τρεις διαιτητές, ο Πιέρ Εστού.
Οι δικηγόροι της Κριστίν Λαγκάρντ εκτιμούν ότι η απόφαση του CJR είναι πρόωρη καθώς, όπως επισημαίνουν, ουδείς μπορεί να κατηγορηθεί για αμέλεια όσο δεν έχουν εκδοθεί καταδίκες για την ίδια την κατάχρηση.
Η κ. Λαγκάρντ ανέκαθεν υποστήριζε ότι ενήργησε «προς το συμφέρον του κράτους και με σεβασμό στο νόμο».