Από την έντυπη έκδοση
Επιμέλεια: Σοφία Εμμανουήλ
[email protected]
Κίνδυνος Grexit από ένα Brexit
Λίγες ημέρες πριν από το κρίσιμο βρετανικό δημοψήφισμα, διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί κάνουν προβλέψεις και αναλύουν στη «N» τα σενάρια, εξετάζοντας πιθανές θέσεις των οπαδών της ευρωπαϊκής ενοποίησης και των ευρωσκεπτικιστών στο εσωτερικό της χώρας, τη στάση της Ε.Ε. σε τυχόν ανοιχτά θέματα της Ελλάδας στη διαπραγμάτευση, το ενδεχόμενο Grexit, αλλά και τις πιθανές επιπτώσεις του Brexit στην ελληνική αγορά.
H Ε.Ε. θα προσπαθήσει μεσοπρόθεσμα να αποφύγει την περαιτέρω συρρίκνωση της Ευρώπης με ένα ενδεχόμενο Grexit, τονίζει ο Μάνθος Ντελής, καθηγητής Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής στο University of Surrey.
Κατά την εκτίμηση του Μάνθου Ντελή, καθηγητή Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής στο University of Surrey, στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου οι Βρετανοί θα πουν «ναι» στην αυτόνομη μεν, πλην όμως ευρωπαϊκή πορεία της χώρας τους. Σύμφωνα με τον κ. Ντελή, «μεσοπρόθεσμα, θα δημιουργηθούν δύο αντίρροπες δυνάμεις στο εσωτερικό της Ελλάδας.
Οι μεν οπαδοί της ευρωπαϊκής ενοποίησης θα σταθούν στην προκληθείσα αβεβαιότητα και στο οικονομικό κόστος του Brexit και θα τονίσουν τη σημασία παραμονής της χώρας στην Ε.Ε.
Οι δε ευρωσκεπτικιστές θα τονίσουν τα ενδεχόμενα οφέλη καταδεικνύοντας ότι Grexit δεν ισοδυναμεί με καταστροφή, παραβλέποντας ότι πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις χωρών.
Όσο η συζήτηση παραμένει στο πολιτικό πεδίο και εφόσον τα νούμερα της ελληνικής οικονομίας βελτιώνονται σταδιακά, τόσο η επίδραση ενός Brexit σε ένα ενδεχόμενο Grexit θα είναι αμελητέα.
Στην περίπτωση που δεν υπάρξει η πολιτική βούληση για de facto διευθέτηση του ελληνικού χρέους, η οικονομική αβεβαιότητα επί της ελληνικής οικονομίας θα εμποδίσει την οικονομική ανάκαμψη. Σε αυτήν την περίπτωση θα υπάρξουν τουλάχιστον δύο συμπληρωματικές δυνάμεις μέσω των οποίων ένα ενδεχόμενο Brexit θα αυξήσει την πιθανότητα του Grexit μακροπρόθεσμα (από το 2017 και μετά).
Πρώτον, η ελληνική κοινή γνώμη, υπό το βάρος της συνεχιζόμενης ύφεσης ή στασιμότητας, θα στραφεί σε αυξανόμενο ευρωσκεπτικισμό, δίνοντας λαβή στις πολιτικές δυνάμεις να επαναφέρουν τη συζήτηση περί Grexit.
Δεύτερον, η οικονομική αβεβαιότητα που θα πλήξει την Ε.Ε. θα δημιουργήσει σκεπτικισμό και εντός της Ε.Ε. για την παραμονή των οικονομικά ασθενέστερων χωρών εντός των τειχών. Σε αυτή την περίπτωση, η έννοια της ισχυρής Ευρώπης πιθανόν να επικρατήσει της έννοιας της αλληλέγγυας Ευρώπης, σπρώχνοντας χώρες της περιφέρειας προς την έξοδο.
Το πλέον αρνητικό σενάριο για την Ελλάδα θα ήταν η περίπτωση να λυθεί το ζήτημα του χρέους και η οικονομία να παραμείνει σε στασιμότητα. Σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που θα προκύψει από ένα ενδεχόμενο Brexit, η ύφεση θα μεταφερθεί στην Ελλάδα, γεγονός που θα ήταν καταδικαστικό για την ελληνική οικονομία, καθώς θα απαιτούσε νέα υφεσιακά μέτρα που θα αύξαναν τον ευρωσκεπτικισμό.
Με βάση τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι, υπό την προϋπόθεση της μη άμεσης διευθέτησης του ζητήματος του χρέους ή της μη εφαρμογής των απαιτούμενων διαρθρωτικών αλλαγών στην ελληνική οικονομία, ένα ενδεχόμενο Brexit θα αύξανε τον κίνδυνο ενός Grexit».
Ο κ. Ντελής, έχοντας ισχυρές ευρωπαϊκές καταβολές, είναι αισιόδοξος ότι οι λαοί θα βρουν τον βηματισμό τους προς την κοινωνία των εθνών, έστω και μέσα σε ένα πλαίσιο αυτονομίας.
Περιορισμένες αναταράξεις στην Ελλάδα
«Το τι θα κάνουν οι Βρετανοί θα το μάθουμε στις 24 Ιουνίου 2016, αν και φαίνεται ότι θα επικρατήσει η άποψη να παραμείνει η Μ. Βρετανία στην Ευρωπαϊκή Ένωση», εκτιμά μιλώντας στη «N» ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης, καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, εξηγώντας ότι για να πυροδοτηθούν διαδικασίες εξόδου από την Ε.Ε. θα απαιτείτο ένα ποσοστό υπέρ της εξόδου της τάξεως του 60%-65%. Αυτό δεν είναι νομική απαίτηση αλλά ουσιαστική.
Σε περίπτωση Brexit, οι επιπτώσεις στο εμπόριο της Ελλάδας με τη Μ. Βρετανία δεν θα είναι ιδιαίτερα σοβαρές, εκτιμά ο Παναγιώτης Ε.Πετράκης, καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Σύμφωνα με τον κ. Πετράκη, «του δημοψηφίσματος θα έχει προηγηθεί το Eurogroup της 24ης Μαΐου. Φαίνεται λοιπόν ότι αύριο (24 Μαΐου) θα υπάρχει συμφωνία σε μία σειρά από ανοικτά ζητήματα όπως η δημοσιονομική προσαρμογής των 5,4 δισ. ευρώ, τα κόκκινα δάνεια, οι αποκρατικοποιήσεις και η λειτουργία του “κόφτη”.
Έχουμε την αίσθηση ότι στο τραπέζι του Eurogroup θα υπάρχουν και μία σειρά από ιδέες για το ζήτημα του χρέους που μπορούν να περιλαμβάνουν δύο κύριες απόψεις: α) Την αντικατάσταση των ακριβών δανείων του IMF από τα δάνεια του ESM, β) την αντικατάσταση των εθνικών δανείων (52,9 δισ.) των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που δόθηκαν το 2010 - 2011 και γ) την επιμήκυνση λήξεων σε συνδυασμό με μείωση επιτοκίων.
Εάν μείνουν θέματα ανοικτά στη διαπραγμάτευση μεταξύ 24 Ιουνίου και 20 Ιουλίου που είναι η ημερομηνία εκπλήρωσης υποχρεώσεών μας προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τότε το κλίμα στη διαπραγμάτευση θα γίνει δυσκολότερο.
Πάντως, σε κάθε περίπτωση εκτιμάται ότι και στην τελευταία περίπτωση οι αναταράξεις θα είναι ελεγχόμενες. Σε περίπτωση εξάλλου θετικής ψήφου στη Βρετανία θα απελευθερωθούν και οι αρχές της Fed για να επανεκκινήσουν, έστω και διστακτικά, τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων.
Μέχρι τώρα ένας σοβαρότατος λόγος που αυτή η διαδικασία βρίσκεται “σε στάση”, πέραν των σχετικά αντιφατικών μηνυμάτων της οικονομίας των ΗΠΑ, είναι οι φόβοι για τις συνέπειες στη ρευστότητα που μπορεί να έχει ένα Brexit.
Αυξήσεις επιτοκίων δεν είναι καλό νέο για την Ελλάδα, λόγω του υπέρογκου χρέους. Τέλος, σε περίπτωση Brexit, οι επιπτώσεις στο εμπόριο της Ελλάδας με τη Μ. Βρετανία δεν θα είναι ιδιαίτερα σοβαρές».
Ισχυρό πλήγμα για δάνεια - εξαγωγές
Ο Μιχάλης Γκλεζάκος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, εξηγεί στη «N» ότι οι συνέπειες για την Ελλάδα από ενδεχόμενο Brexit θα πρέπει να εξεταστούν κυρίως στο νέο πλαίσιο σχέσεων Βρετανίας - Ε.Ε. που θα διαμορφωθεί την επομένη μέρα και προσθέτει:
Στις επιπτώσεις ενός Brexit και η αύξηση εισφορών της Ελλάδας στην Ε.Ε., ενώ ίσως υπάρξει ευνοϊκότερη μεταχείριση για το χρέος, τονίζει ο Μιχάλης Γκλεζάκος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
«Κατ’ αρχήν θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αν οι Βρετανοί αποφασίσουν να φύγουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτό θα σημαίνει ότι επιθυμούν σημαντική πολιτική ευελιξία. Επομένως, μια σχέση τύπου Νορβηγίας δεν θα τους είναι επιθυμητή. Από την άλλη πλευρά, προφανώς θα επιθυμούν να διατηρήσουν τις εμπορικές σχέσεις τους με την Ευρωπαϊκή Ένωση στον μέγιστο βαθμό.
Έτσι, είναι ρεαλιστικότερο να περιμένουμε ότι θα επιδιώξουν τη ρύθμιση των συναλλαγών μεταξύ των δύο μερών με διμερείς συμφωνίες (Ελβετικό μοντέλο) ή με μία συμφωνία-ομπρέλα. Όπως και να έχει, η διαδικασία μετάβασης στη νέα κατάσταση θα απαιτήσει μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στο μεταξύ, οι ελληνικές εξαγωγικές και εισαγωγικές επιχειρήσεις που εξάγουν στη Βρετανία ή εισάγουν από αυτή, θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες, οι οποίες θα περιορίσουν την ανταγωνιστικότητά τους (πρόσθετες γραφειοκρατικές διαδικασίες, ενδεχόμενοι δασμοί κ.λπ.).
Μια σημαντική αλλαγή που αναμένεται να δρομολογηθεί έπειτα από ενδεχόμενο Brexit, είναι η αποδυνάμωση του City ως χρηματοοικονομικού κέντρου, με παράλληλη ενδυνάμωση της Φραγκφούρτης, του Παρισιού κ.λπ.
Για αρκετό χρονικό διάστημα, η αλλαγή αυτή θα δημιουργήσει αναστάτωση στις κεφαλαιαγορές, θα περιορίσει τη ρευστότητα και θα επηρεάσει ανοδικά το κόστος χρήματος.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις, επομένως, θα έχουν να αντιμετωπίσουν ακριβότερο δανεισμό, οι ελληνικές τράπεζες θα δουν το κόστος των κεφαλαιακών εισροών τους να ανεβαίνει και οι ελληνικές εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων θα πρέπει να διαχειριστούν αυξημένη μεταβλητότητα.
Μια ακόμη αρνητική συνέπεια για τη χώρα μας θα είναι η αύξηση των εισφορών της στην Ε.Ε., δεδομένου ότι θα πρέπει να ανακτηθούν οι απώλειες από τις εισφορές της Βρετανίας (5,8% του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Σε πολιτικό επίπεδο, ενδεχόμενο Brexit θα αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο εξόδου και άλλων μελών, αυξάνοντας τόσο τον νομισματικό όσο και τον γεωπολιτικό κίνδυνο για την Ελλάδα και τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες.
Γι’ αυτό, ενδεχόμενο Brexit θα σημάνει συναγερμό για τη συσπείρωση των μελών της Ε.Ε. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, οι δανειστές-εταίροι θα αντιμετωπίσουν την Ελλάδα ευνοϊκότερα, κυρίως σε ό.τι αφορά την ελάφρυνση του χρέους, το προσφυγικό και την ανάπτυξη, δεδομένου ότι μετά το (ενδεχόμενο) Brexit δεν θα υπάρχει περιθώριο για Grexit.
Άλλωστε, η αλλαγή της στάσης τους το τελευταίο διάστημα και η διάθεσή τους να κλείσει η διαπραγμάτευση, είναι εμφανής και προφανώς οφείλεται στον διαγραφόμενο κίνδυνο».