Του Κώστα Δεληγιάννη
Χαρακτηριστικά που δεν έχουν παρατηρηθεί ποτέ άλλοτε σε πετρώματα διαστημικής προέλευσης έχει το υπόλειμμα του βράχου που εντόπισαν επιστήμονες στη Σουηδία. Όπως αναφέρουν οι ερευνητές σε άρθρο τους στο επιστημονικό περιοδικό Nature Communications, το υπόλειμμα παρέμενε θαμμένο στο σημείο για περίπου 470 εκατομμύρια χρόνια.
Όπως αναφέρεται στο άρθρο, πρόκειται για ένα εξαιρετικά πολύτιμο εύρημα, από τη στιγμή που διαφέρει από οποιοδήποτε δείγμα μετεωρίτη έχει εντοπισθεί έως σήμερα στη Γη. Κι αυτό γιατί ενδεχομένως θα ρίξει περισσότερο «φως» στην ιστορία και τον σχηματισμό του ηλιακού μας συστήματος.
Το υπόλειμμα φαίνεται πως προέρχεται από έναν βράχο διαμέτρου 20-30 χιλιομέτρων, ο οποίος συγκρούστηκε στο διάστημα με ένα μεγαλύτερο σώμα. Το αποτέλεσμα ήταν ο πλανήτης μας να «βομβαρδιστεί» από θραύσματα αυτής της σύγκρουσης.
Έως σήμερα είχαν εντοπισθεί υπολείμματα μόνο του δεύτερου σώματος, με τη μορφή μετεωριτών που ονομάζονται χονδρίτες. Τώρα, οι επιστήμονες θεωρούν ότι ανακάλυψαν ένα τμήμα και του άλλου αντικειμένου που πήρε μέρος στη σύγκρουση, κάτι που ενισχύει τη θεωρία της κοσμικής συνάντησης δύο γαλαξιακών «ταξιδιωτών».
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, ο θρυμματισμός του μεγαλύτερου σώματος από χονδρίτη, το οποίο είχε διάμετρο 100-150 χιλιόμετρα, προκάλεσε τη συγκέντρωση ενός μεγάλου αριθμού μικρών βράχων στη ζώνη των αστεροειδών, μεταξύ του Άρη και του Δία
Η «βροχή» θραυσμάτων που προκλήθηκε αργότερα στη Γη συνέπεσε με την εξάπλωση των ασπόνδυλων θαλάσσιων μορφών ζωής, όταν οι χερσαίες εκτάσεις του πλανήτη ήταν σχεδόν όλες ενωμένες σε μία υπερήπειρο ονόματι Γκοντβάνα.
«Ο μετεωρίτης που βρήκαμε ανήκει σε έναν τύπο που δεν γνωρίζαμε έως σήμερα», ανέφερε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Μπίργκερ Σμιτς από το πανεπιστήμιο του Λουντ και μέλος της ομάδας που έκανε την ανακάλυψη.
Το εύρημα εντοπίσθηκε σε ένα λατομείο ασβεστόλιθου στη νότια Σουηδία, το οποίο πριν από 470 εκατομμύρια χρόνια βρισκόταν στον πυθμένα ενός ωκεανού. «Σε σύγκριση με τα γήινα πετρώματα, περιέχει πολύ υψηλές συγκεντρώσεις στοιχείων όπως το ιρίδιο», συμπληρώνει ο Σμιτς.
Επιπλέον, στο εξωγήινο θραύσμα υπάρχουν μεγάλες συγκεντρώσεις σπάνιων ισοτόπων του στοιχείου Νέον, οι οποίες μάλιστα διαφέρουν από τις ποσότητες που συνήθως περιέχουν οι χονδρίτες.
Εκτός από τον προσδιορισμό της σύστασης του υπολείμματος, η ομάδα χρησιμοποίησε επίσης τα ίχνη της κοσμικής ακτινοβολίας για να υπολογίσει πόσο διήρκεσε το «ταξίδι» του στο διάστημα, πριν πέσει στη Γη.
Έτσι, βρήκε ότι κατέληξε στην πλανήτη μας πριν από περίπου 470 εκατομμύρια χρόνια, δηλαδή όταν βρέθηκαν στη Γη και τα θραύσματα του μεγαλύτερου σώματος από χονδρίτη. Κάτι που ενισχύει τη θεωρία της κοσμικής σύγκρουσης των δύο βράχων.
Το θραύσμα συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες να είναι το πρώτο δείγμα ενός «εξαφανισμένου μετεωρίτη», δηλαδή ενός σώματος που κονιορτοποιήθηκε από συγκρούσεις στο διάστημα, με συνέπεια κανένα άλλο κομμάτι του να μην έχει φτάσει στον πλανήτη μας.
Σε κάθε περίπτωση, σημαίνει σίγουρα πως οι υπάρχοντες μετεωρίτες –στους οποίους οι επιστήμονες έχουν βασίσει πολλές από τις υποθέσεις τους για τον σχηματισμό του ηλιακού μας συστήματος– δεν ήταν οι μοναδικοί που περιπλανιόνταν στη «γειτονιά» της Γης πριν από εκατομμύρια χρόνια.