Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Το 2001, όταν η Δανία εντάχθηκε στη Σένγκεν, το Λαϊκό Κόμμα (DF) αγόρασε ένα παροπλισμένο μεθοριακό φυλάκιο και υποσχέθηκε ότι μια μέρα θα το έθετε ξανά σε χρήση. Τότε, οι περισσότεροι απέδωσαν την κίνηση στην ανωριμότητα ενός νεοσύστατου κόμματος.
Τον Μάιο του 2011, όμως, το κόμμα αυτό πανηγύρισε για τη δικαίωσή του και προσφέρθηκε να δωρίσει αυτό το φυλάκιο στην κυβέρνηση.
Είχε προηγηθεί η συμφωνία του τότε και νυν πρωθυπουργού Λαρς Λόκε Ράσμουσεν να αποκαταστήσει τους μεθοριακούς ελέγχους, με αντάλλαγμα την υποστήριξη από το DF ενός σφιχτού δημοσιονομικού προγράμματος.
Η συμφωνία αυτή είχε προκαλέσει αίσθηση στις Βρυξέλλες, καθώς η Δανία έγινε η πρώτη χώρα που αμφισβήτησε σοβαρά την ελεύθερη κυκλοφορία στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Οπως συμβαίνει και αλλού, το DF έκανε σημαία τoυ τη μετανάστευση.
Αυτό το κόμμα ετέθη επικεφαλής του «όχι» στο δημοψήφισμα της περασμένης Πέμπτης για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής συνεργασίας της χώρας σε θέματα αστυνομίας και ασφάλειας και κέρδισε, έχοντας απέναντί του την κυβέρνηση, τον Τύπο και τις ελίτ.
Εύκολη νίκη, θα πουν κάποιοι, καθώς κάνει κρότο το προσφυγικό-μεταναστευτικό. Εύκολη νίκη, θα πουν άλλοι, με δεδομένη τη φήμη των Δανών ως ευρωσκεπτικιστών.
«Οι περισσότεροι βλέπουν πράγματι ότι η κοινή αγορά είναι μια καλή ιδέα, όμως ο ευρωπαϊκός συνασπισμός έχει ανάγκη από μια καλύτερη ισορροπία» είπε ο Δανός πρωθυπουργός. Για το πρώτο δεν έχει άδικο.
Τον ενιαίο οικονομικό χώρο πολλοί αγάπησαν, τη Σένγκεν λιγότεροι. Υπ’ αυτήν την έννοια η δυσθυμία και η δυσαρμονία δεν είναι ασυνήθιστες.
Ασυνήθιστες είναι οι συνθήκες που τις πυροδότησαν. Τόσο ασυνήθιστες, που κάνουν ακόμη και τη Γερμανία να παραπονείται για έλλειψη αλληλεγγύης απέναντί της.
Το όνειρο της δίκαιης κατανομής βαρών αποδεικνύεται απατηλό. Αντ’ αυτού, οι αντιρρησίες πληθαίνουν και τα εσωτερικά ακροατήριά τους χορταίνουν με αποκλεισμούς και εκτροχιασμούς.
Αλλά ακόμη κι όταν οι ηγέτες εμφανίζονται «λογικοί», οι πολίτες δεν πείθονται και στην κάλπη αντεπιτίθενται.
Και μάλλον έτσι θα συνεχίσουν να πορεύονται. Προσώρας.