Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]
Εχοντας αποδεχθεί και υποκύψει στη σιδηρά λογική του μνημονιακού μονόδρομου, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αναγκασμένη να παλινδρομεί μεταξύ αντιφατικών αφηγήσεων, δείχνει να έχει επιλέξει, ως ασφαλές καταφύγιο, την επιστροφή σε εποχές που υποτίθεται ξορκίζει κι αναθεματίζει, ως φορέας του «νέου» στην πολιτική.
Η απώλεια της «αντιμνημονιακής αθωότητας» επιχειρείται να καλυφθεί από το ηγετικό απαράτ του ΣΥΡΙΖΑ με τη νεκρανάσταση παλαιών μορφών πολιτικής σύγκρουσης.
Η επιμονή σε έναν ακραία πολωτικό και διχαστικό πολιτικό λόγο, η περιγραφή της πολιτικής αντιπαράθεσης ως μάχης του «νέου με το παλαιό», δεν είναι παρά μια καρικατούρα της σύγκρουσης «των δυνάμεων του φωτός με τις δυνάμεις του σκότους», τη δεκαετία του 1980.
Αλλά αν εκείνη η αντιπαράθεση είχε κάποιο νόημα και κέρδιζε την επιβράβευση του εκλογικού σώματος, ήταν γιατί αρδευόταν από μια εντελώς διαφορετική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, που αποδεχόταν τη μανιχαϊκή προσέγγιση της πολιτικής.
Η απόπειρα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ προσκρούει στην απροθυμία ενός κουρασμένου και εξαπατημένου ακροατηρίου να υιοθετήσει λογικές διαιρέσεων με απόλυτους όρους.
Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που έχει προηγηθεί η εμπειρία του δημοψηφίσματος και της χρήσης του αποτελέσματός του, η οποία εδραίωσε σε ένα σημαντικό τμήμα των πολιτών την πεποίθηση ότι όλο αυτό ήταν ένα σκηνοθετημένο επεισόδιο, προκειμένου να νομιμοποιηθούν -πολιτικά- προειλημμένες αποφάσεις, σε πλήρη αντίθεση και με περιφρόνηση της άποψής τους, όπως αυθεντικά προέκυψε από την κάλπη της 5ης Ιουλίου.
Με συντριπτικά ποσοστά, οι πολίτες υποδεικνύουν και μάλιστα με αξίωση μονόδρομου, τη μετεκλογική συνεργασία μεταξύ των κομμάτων που ασπάζονται την ευρωπαϊκή προοπτική της πατρίδας.
Η ρητορική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθει και μοιάζει καταδικασμένη σε αποτυχία και για έναν επιπρόσθετο λόγο. Δεν έχει αντίπαλο!
Η παρούσα ηγεσία της Ν.Δ αρνείται πεισματικά να νομιμοποιήσει την παλαιάς κοπής στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, αποφεύγει να προσχωρήσει στο πολωτικό παίγνιο της ηγεσίας του και το ακυρώνει -πολιτικά- ενισχύοντας το μήνυμα και την πρόσκληση συνεργασίας και εθνικής συνεννόησης που καθημερινά απευθύνει.
Αυτό που μένει, είναι η αποκάλυψη μιας άτολμης ηγεσίας, η οποία αποφεύγει να αναμετρηθεί με το οργανωμένο τμήμα του κόμματός της κι επιζητεί να επιβάλει, διά της κάλπης, τις επιλογές της και ως αξία τον μεταμορφισμό της.
Η κομματικά ιδιοτελής απόπειρα του ΣΥΡΙΖΑ να εισπηδήσει στον χώρο της Κεντροαριστεράς, να αποτελέσει την κυρίαρχη εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα, δημιουργώντας τις μνήμες του μέλλοντος, είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Και τούτο διότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει ηγετική προσωπικότητα ανάλογη του Ανδρέα Παπανδρέου, βρίθει στελεχών προσκολλημένων στον μικροελλαδικό επαρχιωτισμό και πάνω απ’ όλα δεν μπορεί να δημιουργήσει μια ρωμαλέα κοινωνική και πολιτική ενδοχώρα και να γίνει το όχημα έκφρασης ενός σφριγηλού και πληθυντικού κοινωνικού ρεύματος, με αξιώσεις ριζικής αλλαγής της πατρίδας.