«Τυχόν συγχώνευση της Alpha Bank με μία τράπεζα όπως η Εθνική, της οποίας η διοίκηση διορίζεται από την κυβέρνηση, κάτι που συμβαίνει σχεδόν ανελλιπώς μετά από εθνικές εκλογές, εκτιμάται ότι θα οδηγούσε σε οιονεί κρατικοποίηση μιας από τις χρηματοοικονομικά πιο ισχυρές τράπεζες του ιδιωτικού τομέα και, συνεπώς, σε απώλεια ενός ανεκτίμητου αξίας συγκριτικού πλεονεκτήματος, δηλαδή της διαχρονικής σταθερότητος μιας διοίκησης που απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των μετόχων, των πελατών, και του προσωπικού της».
Αυτό αναφέρεται στο τελευταίο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της Αlpha Bank, με αφορμή τη φιλική πρόταση συγχώνευσης που είχε υποβάλει η Εθνική Τράπεζα.
Η Alpha σημειώνει ακόμη πως «ο συνεχιζόμενος κρατικός έλεγχος τραπεζών μέσω ασφαλιστικών ταμείων δυσχεραίνει την ευόδωση επιχειρηματικών μετασχηματισμών στον βαθμό που οποιαδήποτε πρόταση για συγχώνευση της Εθνικής με κάποια άλλη τράπεζα εκλαμβάνεται ως οιονεί κρατικοποίηση της άλλης μονάδας. Και κατά δεύτερο λόγο, με τον τρόπο αυτό, τα ταμεία υποχρεώνονται να διατηρούν την περιουσία τους σε μετοχές υπό κρατικό έλεγχο τραπεζών, ανεξαρτήτως πορείας των μετοχών και των εν γένει προοπτικών τους».
Προστίθεται πως «η κυβέρνηση θα μπορούσε να προχωρήσει σε ρυθμίσεις που θα εξασφάλιζαν την ανεξάρτητη διαχείριση των διαθεσίμων των ασφαλιστικών ταμείων και άλλων οργανισμών, έτσι ώστε να μην αποτελούν αυτά τα διαθέσιμα μηχανισμό ελέγχου μεγάλων τραπεζών από το κράτος. Μόνο έτσι θα μπορούσε να προκύψει η αναγκαία αναδιάρθρωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος».
Επίσης, γίνεται λόγος για σημαντικές καθυστερήσεις στην αναδιάρθρωση αναδιάρθρωση και εκλογίκευση των λειτουργιών των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, και ιδιαίτερα των κρατικών «παρά την διαθεσιμότητα των 10 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητος».
Στο οικονομικό δελτίο σημειώνεται ακόμη πως «δεν υπάρχουν σύντομοι δρόμοι ούτε μαγικές λύσεις για να φθάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα, που είναι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το τραπεζικό σύστημα ανταποκρίνεται σήμερα στις χρηματοδοτικές ανάγκες της οικονομίας με όσο το δυνατόν προσφορότερο τρόπο, δεδομένης της δυσμενούς κατάστασης που επικρατεί στον τομέα της ρευστότητας, εξαιτίας της δημοσιονομικής κρίσης που επηρεάζει την αγορά του Ελληνικού Δημοσίου Χρέους. Στο δύσκολο αυτό περιβάλλον, οι ελληνικές τράπεζες εφαρμόζουν πολιτικές συμπίεσης εξόδων, μείωσης της έκθεσης σε πιστωτικό κίνδυνο και εξισορρόπησης του λόγου των χορηγήσεων προς καταθέσεις, πάντα με γνώμονα την διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής υγείας στην λειτουργία τους. Η αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης στην οικονομία, που είναι συνάρτηση της προόδου που σημειώνεται στο πεδίο της δημοσιονομικής προσαρμογής, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να δημιουργηθούν συνθήκες ομαλότερης χρηματοδότησης της οικονομίας. Η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος είναι μονόδρομος για την πρόσβαση του δημοσίου, και κατ' επέκταση των ελληνικών τραπεζών, στις αγορές. Αυτό θα βελτίωνε την ροή των καταθέσεων προς τις τράπεζες, θα συνέβαλε στην απεξάρτηση τους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θα οδηγούσε σε ανάκαμψη της πιστωτικής επέκτασης με καλύτερους όρους χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, και θα έβγαζε την οικονομία από την ύφεση».