Επιμέλεια: Κ. Τζωρτζινάκη, Ν. Στασινού, Α. Τσιμπλάκης, Φ. Ζώης, Δ. Αλεξάκη, Ε. Τριήρη, Μ. Λίτσης, Ν. Λειβαδάρη

ΠΟΛΙΤΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΆ ΟΡΟΣΗΜΑ 10 ΔΕΚΑΕΤΙΩΝ

Γεγονότα - Τάσεις - Μεγέθη - Προοπτικές
Δευτέρα, 21 Μαρτίου 2022 16:06
UPD:24/03/2022 10:02
A- A A+

Την πορεία της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία περίπου 100 χρόνια καταγράφει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) με μελέτη την οποία εκπόνησε με αφορμή τον εορτασμό των 98 χρόνων από την κυκλοφορία του πρώτου φύλλου της «Ν». Η μελέτη ξεκινά το 1924 και διατρέχει όλα τα σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν στο μεσοδιάστημα μέχρι και σήμερα, όπως η οικονομική κρίση του 1929, ο Πρώτος και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν αμέσως μετά, ενώ φτάνει μέχρι και τα πλέον πρόσφατα οικονομικά γεγονότα στη χώρα. Στέκεται ιδιαίτερα στην ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και εν συνεχεία στην ΟΝΕ και το ενιαίο νόμισμα, ενώ εμβαθύνει στην πρόσφατη κρίση χρέους της χώρας, καθώς και στις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία.

Διεθνές περιβάλλον: 1924-2022

Μεσοπόλεμος και κρίση του 1929  Μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι ευρωπαϊκές οικονομίες ήταν αποδυναμωμένες. Η αύξηση του δημόσιου χρέους σε όλες τις χώρες που είχαν εμπλακεί στις πολεμικές συγκρούσεις, οι υψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού, καθώς και η επανεμφάνιση τάσεων εσωστρέφειας και προστατευτισμού λειτουργούσαν ως ανάχωμα στην ταχεία ανάκαμψη. Παρά ταύτα, στα μέσα και σταδιακά προς τα τέλη της δεκαετίας του 1920 καλλιεργήθηκε αυξανόμενη αισιοδοξία στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, η οποία αποτυπώνεται, ενδεικτικά, μέσα από τον εξαπλασιασμό του βιομηχανικού δείκτη Dow Jones στις ΗΠΑ το διάστημα 1921-1929. Μια απόφαση για αύξηση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ το 1929, σε συνδυασμό με παθογένειες που αντιμετώπιζε η αγροτική παραγωγή, αλλά και αδυναμίες στην εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος οδήγησαν τελικά στο «χρηματιστηριακό κραχ» του Οκτωβρίου 1929. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 1929 ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, γρήγορα ωστόσο εξαπλώθηκε και στην Ευρώπη, ενώ προκάλεσε μια από τις εντονότερες σε μέγεθος και διάρκεια υφέσεις στη σύγχρονη ιστορία των περισσότερων ανεπτυγμένων χωρών. Ενδεικτικά, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ΗΠΑ, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ιαπωνία μειώθηκε σε πραγματικούς όρους σωρευτικά κατά 33%, 16%, 7% και 9% αντίστοιχα στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Η μεγάλη ύφεση συνοδεύτηκε από υψηλά ποσοστά ανεργίας, αύξηση της φτώχειας, ενώ κατέστησε επιτακτική την αναδιάρθρωση χρέους σε χώρες της Ευρώπης, ενισχύοντας την πολιτική αστάθεια και τα ακραία πολιτικά ρεύματα.

Οι καταστροφικές απώλειες Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, εκτός από καταστροφικές ανθρωπιστικές συνέπειες είχε βαριές δημογραφικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Οι εμπλεκόμενες χώρες κατέγραψαν πολυάριθμες ανθρώπινες απώλειες έως και σε διψήφιο, σε περιπτώσεις, ποσοστό του συνολικού τους πληθυσμού, ενώ και η αναλογία του γυναικείου προς τον ανδρικό πληθυσμό αυξήθηκε. Μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών υποδομών καταστράφηκε και η συρρικνούμενη παραγωγική βάση επικεντρώθηκε σε βιομηχανικούς κλάδους συναφείς με την πολεμική δραστηριότητα. Το μέγεθος οικονομικής οπισθοδρόμησης αποτυπώνεται σε αριθμό ετών στην προπολεμική περίοδο, στην οποία το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ ενδεικτικών ευρωπαϊκών οικονομιών υποχώρησε το 1945, όπως στις περιπτώσεις των Γαλλίας, Γερμανίας και Ελλάδας, κατά 54, 59 και 98 χρόνια αντίστοιχα. Μεταξύ των δευτερογενών, όχι αρνητικών επιδράσεων, η ανάγκη για συγκράτηση της πτώσης της παραγωγής οδήγησε σε μεγάλη αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας. Ακολούθως, με τις ισορροπίες που είχαν διαμορφωθεί με τη λήξη του πολέμου, αναδείχθηκε η σύγκρουση μεταξύ δύο διαφορετικών συστημάτων κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης, ο «Ψυχρός πόλεμος». Αν και χωρίς όπλα, ο «πόλεμος» αυτός έμελλε να διαρκέσει έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Αφενός το δυτικό, καπιταλιστικό σύστημα με επίκεντρο την οικονομία της αγοράς και την πολυκομματική δημοκρατία, και αφετέρου το ανατολικό, σοβιετικού τύπου σύστημα με χαρακτηριστικά τον κεντρικό προγραμματισμό και την κεντρική άσκηση πολιτικής εξουσίας.

Η ενεργειακή κρίση που ξέσπασε το 1973, με την απότομη αύξηση των διεθνών τιμών καυσίμων, επέφερε στασιμοπληθωρισμό στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες.

1944-1971: Το όραμα της Ευρωπαϊκής ενοποίησης και το Bretton Woods Ένα από τα σημαντικότερα παράπλευρα οφέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ίσως ήταν ότι, κατά πολλούς ιστορικούς, έδρασε ως καταλύτης προκειμένου να εδραιωθεί η ιδέα της ανάγκης για Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με απαρχή την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα το 1951. Η Γαλλία «έβλεπε» τότε την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως μια ευκαιρία σε συνεργασία με τη Γερμανία να αποτελέσουν αντισταθμιστικό παράγοντα στην αυξανόμενη επιρροή των ΗΠΑ-Ηνωμένου Βασιλείου, η Γερμανία αναγνώριζε την ευκαιρία «επανίδρυσης» της χώρας, και οι ΗΠΑ-Ηνωμένο Βασίλειο εκτιμούσαν ότι μόνο η ενωμένη δυτική Ευρώπη θα ήταν σε θέση να αντιπαρέλθει την επικράτηση του ανατολικού/σοβιετικού συστήματος. Φυσικά, ο βαθμός και η ταχύτητα υλοποίησης της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν και παραμένουν προς διαπραγμάτευση. Ως προς το διεθνές οικονομικό σύστημα μεταπολεμικά, η διάσκεψη των Συμμάχων χωρών στο Bretton Woods των ΗΠΑ το 1944 έθεσε τις βασικές αρχές της παγκόσμιας οικονομικής αρχιτεκτονικής που θα διατηρούνταν για σχεδόν τρεις δεκαετίες. Σύμφωνα με αυτές, οι χώρες υιοθέτησαν ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών και μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό, ενώ ακόμη συμφώνησαν να προασπίζονται το ελεύθερο εμπόριο. Στο πλαίσιο αυτό, ιδρύθηκαν διεθνείς οργανισμοί με αποστολή την προαγωγή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και του ελεύθερου εμπορίου, οι οποίοι μετεξελίχθηκαν όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου. Η περίοδος 1945-1971 χαρακτηρίστηκε στις περισσότερες ανεπτυγμένες «δυτικές» οικονομίες από ταχείς μέσους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης [Διάγραμμα 1]. Ώθηση για την οικονομική ανάκαμψη των αδύναμων ευρωπαϊκών οικονομιών δόθηκε από το αμερικανικό Σχέδιο Marshall, που αποτέλεσε πακέτο βοήθειας συνολικού ύψους περίπου 135 δισ. δολ. (σε σημερινές τιμές), προς χώρες οι οποίες θα εφάρμοζαν ένα κοινά συμφωνημένο πλαίσιο πολιτικών οικονομικής ανασυγκρότησης. Ενδεικτικά, στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ελλάδα ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ άγγιξε το 5,8%, 6,6% και 7,5% αντίστοιχα στην εν λόγω περίοδο. Η ανεργία και ο πληθωρισμός διατηρήθηκαν σε συστηματικά χαμηλά επίπεδα την ίδια περίοδο, με αποτέλεσμα να ενισχυθεί το διαθέσιμο εισόδημα και η ιδιωτική κατανάλωση των νοικοκυριών.

Ορόσημα για την οικονομική ολοκλήρωση αποτέλεσαν η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1986, η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, και η Συνθήκη της Λισαβόνας το 2007 (φωτογραφία

Κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες και πετρελαϊκές κρίσεις τη 10ετία του ’70 Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60 είχαν οξυνθεί διεθνείς μακροοικονομικές ανισορροπίες, θέτοντας σε κίνδυνο τον μηχανισμό σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods. Χώρες όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία συσσώρευαν πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ χώρες όπως οι ΗΠΑ εμφάνιζαν συστηματικά έλλειμμα, με αποτέλεσμα να μειώνεται το απόθεμά τους σε χρυσό. Τον Αύγουστο του 1971 οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την επιβολή δασμών στις εισαγωγές και αποφάσισαν να καταργήσουν τη μετατρεψιμότητα δολαρίου σε χρυσό, οδηγώντας de facto την οικονομία σε μια νέα περίοδο με κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες. Η ενεργειακή κρίση που ξέσπασε το 1973, με την απότομη αύξηση των διεθνών τιμών καυσίμων, επέφερε στασιμοπληθωρισμό στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες, δηλαδή υψηλό ρυθμό πληθωρισμού σε συνδυασμό με υψηλή ανεργία και χαμηλούς ή και αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι προκλήσεις αντιμετώπισης του προβλήματος έδωσαν την ευκαιρία να δοκιμαστούν πολιτικές τόσο βασισμένες στην τόνωση της ζήτησης όσο και με στόχο την τόνωση της προσφοράς μέσα από την απελευθέρωση των αγορών. Σταδιακά, ο χρηματοπιστωτικός τομέας αποκτούσε αυξανόμενη σημασία στη νέα δομή της οικονομίας, μεταξύ άλλων μέσα από τον ρόλο του να διευκολύνει την ανακατανομή των πόρων σε νέους ανερχόμενους κλάδους.

Καθοριστικό βήμα στην ανασυγκρότηση της οικονομίας -μέσα σε συνθήκες εμφυλίου πολέμουαποτέλεσε το Σχέδιο Marshall, το οποίο θα ξεκινούσε την 1η/4/1948.

1981-2022: Η πορεία προς την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση Σε συνέχεια της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, η Συνθήκη της Ρώμης το 1957, με την οποία ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα μεταξύ έξι ευρωπαϊκών χωρών (Βέλγιο, Δυτική Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία), έθεσε τις βασικές αρχές της γνωστής σήμερα Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 μελών. Συγκεκριμένα, πρόταξε την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, υπηρεσιών, καθώς και ροών εργαζομένων και κεφαλαίων, την εφαρμογή τελωνειακής ένωσης, τη στόχευση της σύγκλισης μεταξύ των μελών, καθώς και τη μεταγενέστερη προοπτική καθιέρωσης νομισματικής ένωσης. Ορόσημα για την περαιτέρω οικονομική ολοκλήρωση αποτέλεσαν η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1986, η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 και η Συνθήκη της Λισσαβόνας το 2007. Κομβικά έτη στα οποία πραγματοποιήθηκε διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτέλεσαν το 1973 (Ε.Ε.-9), το 1981 (Ε.Ε.-10) με την ένταξη της Ελλάδας, το 1986 (Ε.Ε.-12), το 1995 (Ε.Ε.-15), το 2004 (Ε.Ε.-25) και το 2007 (Ε.Ε.-27), το 2013 (Ε.Ε.-28), ενώ το 2021 (Ε.Ε.-27) αποχώρησε από την Ένωση το Ηνωμένο Βασίλειο. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν η διεύρυνση του 2004, με την προσθήκη 10 κρατών, εκ των οποίων τα 8 προέρχονταν από το «ανατολικό» υπόδειγμα οικονομιών, το οποίο και αποφάσισαν να εγκαταλείψουν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με αρχές του ’90. Το όραμα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει προχωρήσει ταχύτερα σε κάποιους τομείς και βραδύτερα σε άλλους. Κομβικός επιταχυντής θεωρήθηκε η ίδρυση της νομισματικής ένωσης με την καθιέρωση του κοινού νομίσματος το 1999. Σημαντική πρόοδος έχει καταγραφεί σε τομείς όπως η κοινή πολιτική ανταγωνισμού, ενώ σταδιακά ενισχύεται το πλαίσιο συντονισμού των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών πολιτικών των μελών της Ένωσης. Απομένουν σημαντικά βήματα προς περαιτέρω ενίσχυση του κοινού προϋπολογισμού της Ένωσης -μόλις περί το 2% του συνολικού ΑΕΠ το 2020- ευρύτερα προς μια δημοσιονομική, τραπεζική ενοποίηση, καθώς και ενοποίηση των αγορών κεφαλαίου. Η πορεία προς την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν έχει υπάρξει γραμμική, ούτε χωρίς σκεπτικισμό, κατά καιρούς εντονότερο από επιμέρους μέλη ή κοινωνικές ομάδες εντός κρατών-μελών, γεγονός που επιβραδύνει την προοπτική περαιτέρω οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης. Ενώ στην Ευρώπη γίνονται διεργασίες για εμβάθυνση των θεσμών και ταχύτερη ενοποίηση, οι διεθνείς οικονομικές ισορροπίες μεταξύ παραδοσιακά «ανεπτυγμένων» και «αναδυόμενων» οικονομιών έχουν αλλάξει σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Η ταχύτατη οικονομική μεγέθυνση σε παραδοσιακά «αναπτυσσόμενες» χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία τις έχει πλέον αναγάγει σε κομβικούς συνδιαμορφωτές της διεθνούς αρχιτεκτονικής του χρηματοπιστωτικού συστήματος, των παγκόσμιων οικονομικών εξελίξεων και εμπορικών σχέσεων.

Διεθνείς οικονομικές κρίσεις μετά το 1990 Η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες χαρακτηρίστηκε από σημαντικούς θετικούς κατά μέσο όρο ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά και από οικονομικές κρίσεις. Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζουν η κρίση του ευρωπαϊκού συστήματος ισοτιμιών το 1992, η κρίση στις ασιατικές χώρες στα τέλη της δεκαετίας του ’90, η «φούσκα του διαδικτύου - doc.com» το 2001, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008, η κρίση χρέους στην Ευρωζώνη στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 2010, αλλά και η τρέχουσα κρίση πανδημίας από το 2020. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008 προκλήθηκε με αφορμή τη χρεοκοπία μιας από τις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες παγκοσμίως, ωστόσο οι αιτίες της ήταν συνδεδεμένες με ευρύτερες αδυναμίες στην εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματοςκαι ανισορροπίες στο σύστημα χρηματοδότησης. Η υποτίμηση του ρίσκου που περιλάμβαναν σύνθετα προϊόντα τιτλοποίησης στα οποία επένδυαν μεγάλες διεθνείς τράπεζες, σε συνδυασμό με την υπερτίμηση αξιών στην αγορά ακινήτων, ειδικά στις ΗΠΑ, συνέθετε ένα εύθραυστο και ανισόρροπο σύστημα. Μια αφορμή ήταν αρκετή για να προκαλέσει μεγάλη οικονομική ύφεση, αλλά και μεγάλη πληγή στην εμπιστοσύνη των πολιτών στο σύστημα αυτό. Σε συνέχεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, τέθηκαν σε εφαρμογή, με συγχρονισμένο τρόπο διεθνώς, πρωτοφανούς μεγέθους μέτρα τόσο δημοσιονομικής όσο και μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής, προκειμένου να αμβλυνθεί το μέγεθος της ύφεσης και να τονωθεί η ρευστότητα, τα οποία και σε σημαντικό βαθμό φάνηκαν αποτελεσματικά. Αντίστοιχα μεγάλης κλίμακας μέτρα πολιτικής εφαρμόστηκαν σε συνέχεια της κρίσης πανδημίας το 2020 και το 2021.

Μεσοπόλεμος και κρίση 1928-1929, πτώχευση 1932 Σημαντικότερο γεγονός της περιόδου του Μεσοπολέμου αποτελεί αναμφίβολα η Μικρασιατική Καταστροφή (1922), που είχε ως αποτέλεσμα την είσοδο στη χώρα περίπου 1,22 εκατ. προσφύγων. Η αδήριτη ανάγκη αποκατάστασης και ενσωμάτωσης του νέου πληθυσμού επιβάρυνε την ήδη προβληματική λειτουργία της οικονομίας. Αναλυτικότερα, την περίοδο 1918-1927 οι δημόσιες δαπάνες για τη χρηματοδότηση των πολεμικών επιχειρήσεων ήταν πολύ υψηλές και συνδυάστηκαν με υψηλούς ρυθμούς αύξησης της προσφοράς χρήματος, χαμηλά φορολογικά έσοδα και απώλειες συναλλαγματικών διαθεσίμων. Εξάλλου, η φορολογική πολιτική χαρακτηρίστηκε από ασύμμετρη σχέση μεταξύ άμεσης και έμμεσης φορολογίας, με συνεχή μείωση της πρώτης και αύξηση της δεύτερης. Επιπλέον, το εμπορικό ισοζύγιο παρέμενε ελλειμματικό, ενώ η επιλογή των κυβερνήσεων να στηριχθούν στην άντληση εσόδων µέσω του πληθωρισμού είχε ως αποτέλεσμα την έξαρση των πληθωριστικών πιέσεων. Αυτή την κατάσταση επιβάρυνε και η έντονη πολιτική αστάθεια της περιόδου. Ωστόσο, παράλληλα με τη γιγαντιαία προσπάθεια αποκατάστασης των προσφύγων, το 1927 ξεκίνησε η εφαρμογή ενός προγράμματος δημοσιονομικής και νομισματικής εξυγίανσης. Κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η υποτίμηση της δραχμής, η εφαρμογή αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής μέσω του δραστικού περιορισμού των δημοσίων δαπανών -ειδικά των στρατιωτικών- και η ενίσχυση των εσόδων μέσω της αύξησης της φορολογίας, που είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του πληθωρισμού και τον περιορισμό των συναλλαγματικών διακυμάνσεων. Παράλληλα, εισέρευσαν νέοι δανειακοί πόροι που κατευθύνθηκαν στην αποκατάσταση των προσφύγων (όπως για την κατασκευή οικημάτων, νοσοκομείων) και την εκτέλεση έργων υποδομής (εγγειοβελτιωτικά, οδοποιίας, σιδηρόδρομοι, ύδρευση, σχολεία κ.λπ.), ενώ η άφιξη μεγάλου αριθμού προσφύγων -πολλοί από τους οποίους ήταν βιομηχανικοί εργάτες- συνέβαλε στην πτώση των πραγματικών μισθών και στην αύξηση της παραγωγικότητας, όπου αμφότερες συνέβαλαν στη σημαντική ανάπτυξη της βιομηχανίας. Η εφαρμογή των ανωτέρω μέτρων είχε ως αποτέλεσμα την περίοδο 1926-1929 ο γενικός δείκτης οικονομικής δραστηριότητας (1928=100) να αυξάνεται με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό 4,4%.

Οι συνέπειες από τη διεθνή κρίση του 1929  Όμως, η διεθνής οικονομική κρίση του 1929 είχε σημαντικές παρενέργειες στη χώρα, οι οποίες ενέσκηψαν λίγο αργότερα. Με δεδομένο ότι η ελληνική οικονομία ήταν κατά βάση αγροτική -και με περιορισμένη βιομηχανική παραγωγή- και η διεθνής κρίση έπληξε το εισόδημα, επομένως και την παγκόσμια ζήτηση, αποτέλεσμα ήταν να συρρικνωθεί το παγκόσμιο εμπόριο και κατά συνέπεια οι εξαγωγές των ελληνικών γεωργικών προϊόντων (σταφίδα, καπνός, λάδι, ελιές), οι οποίες την αμέσως προηγούμενη περίοδο 1924-1928 αυξάνονταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 19,3%. Παράλληλα, μειώθηκαν οι εισροές επενδυτικών και δανειακών κεφαλαίων, καθώς και των μεταναστευτικών εμβασμάτων. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνδυαστικά επιδείνωσαν το ήδη ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών. Σωρευτικά στα ανωτέρω επέδρασε και η εγκατάλειψη από μέρους της Μεγάλης Βρετανίας του κανόνα χρυσού, με αποτέλεσμα η δραχμή να αντιμετωπίσει έντονες κερδοσκοπικές πιέσεις. Παρά τους περιοριστικούς ελέγχους που επέβαλε η κυβέρνηση και η -νεοσυσταθείσα (Μάιος 1928)- Τράπεζα της Ελλάδος στο συνάλλαγμα, σημειώθηκαν μεγάλες απώλειες συναλλαγματικών διαθεσίμων και επιδείνωση της κρίσης. Τον Απρίλιο του 1932 εγκαταλείφθηκε η σύνδεση της δραχμής με τον κανόνα του χρυσού και τον Μάιο του ιδίου έτους η Ελλάδα κήρυξε στάση πληρωμών για τέταρτη φορά στην ιστορία της. Έκτοτε και μέχρι το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικονομική πολιτική στράφηκε στον προστατευτισμό, στην αυτάρκεια παραγωγής και στην αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, με ενίσχυση του κρατικού παρεμβατισμού. Ταυτόχρονα, η πτώχευση του ελληνικού κράτους οδήγησε στην απελευθέρωση πόρων -που μέχρι τότε κατευθύνονταν στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους-, οι οποίοι χρηματοδότησαν τη μεγέθυνση της οικονομίας.

1941-1944: Κατοχή και υπερπληθωρισμός Η περίοδος του πολέμου και της συνεπακόλουθης Κατοχής υπήρξε καταστρεπτική για τη χώρα. Ο πληθυσμός της μειώθηκε από τα 7,35 εκατ. της απογραφής του 1940 στα 6,81 εκατ. το 1944 λόγω των θανάτων από τις πολεμικές επιχειρήσεις, τον λιμό και τη βία των κατοχικών αρχών. Παράλληλα, σύμφωνα με την Έκθεση Δοξιάδη, τόσο η γεωργική παραγωγή όσο και το ζωικό κεφάλαιο συρρικνώθηκαν σημαντικά, ενώ καταστράφηκε το 56% του οδικού δικτύου και το μεγαλύτερο ποσοστό των μεταφορικών μέσων. Επιπλέον, ο στόλος των φορτηγών πλοίων μειώθηκε κατά 74% σε απόλυτους αριθμούς και κατά 73% σε όρους χωρητικότητας, ενώ οι κύριοι λιμένες της χώρας (Πειραιά, Θεσσαλονίκης) υπέστησαν σημαντικές ζημιές. Εξάλλου, οι κατοχικές δυνάμεις κατάσχεσαν τα αγροτικά προϊόντα και τα μεταλλεύματα (βωξίτης, χαλκός, χρώμιο), ενώ ένας μεγάλος αριθμός μεταποιητικών και κατασκευαστικών επιχειρήσεων δραστηριοποιούνταν για την ικανοποίηση των αναγκών των κατοχικών δυνάμεων. Ακόμη, ο αποκλεισμός από το διεθνές εμπόριο εμπόδισε τη χώρα να εισαγάγει από το εξωτερικό τα ήδη διατροφής και λοιπά αγαθά που είχε ανάγκη. Σημαντικό πλήγμα υπέστη και το εθνικό νόμισμα. Αρχικά, η χώρα διαιρέθηκε σε τρεις ζώνες κατοχής (Βουλγαρική, Γερμανική, Ιταλική) και κάθε μία υιοθέτησε διαφορετικό νόμισμα, γεγονός που οδήγησε σε νομισματική αποδιοργάνωση και τροφοδότηση του πληθωρισμού. Έτσι, σύντομα υιοθετήθηκε η αναγκαστική κυκλοφορία της δραχμής (Ιούλιος 1941) προκειμένου να ελεγχθεί η νομισματική κυκλοφορία. Όμως, από τη μία πλευρά η υποχρέωση της Ελλάδας να καλύπτει τα σημαντικά έξοδα των στρατευμάτων κατοχής και από την άλλη η καταβολή ενός πολύ μεγάλου δανείου στη Γερμανία -υπό καθεστώς αποδιοργανωμένης οικονομίας- οδήγησαν τις κατοχικές κυβερνήσεις στη συνεχή έκδοση νέου χρήματος, προκειμένου να ανταποκριθούν σε αυτές τις απαιτήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι η νομισματική κυκλοφορία της δραχμής από τον Οκτώβριο του 1939 έως τον Ιανουάριο του 1944 είχε αυξηθεί κατά 36.000%, με άμεση συνέπεια την εμφάνιση υπερπληθωρισμού. Ως αποτέλεσμα του τελευταίου, ενώ το 1940 η χρυσή λίρα κόστιζε 1.000 δραχμές, το 1944 είχε φτάσει το 1,5 δισ. δραχμές. Μοναδικό θετικό γεγονός της περιόδου αποτέλεσε η επιτυχής φυγάδευση του αποθέματος χρυσού της χώρας στο εξωτερικό, όπου η διάσωσή του συντέλεσε μεταπολεμικά στην ανασυγκρότηση του εθνικού νομίσματος.

1944-1953: Ανασυγκρότηση και Σχέδιο Marshall Με την απελευθέρωση και την εγκατάσταση της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας στην Αθήνα, οι βασικές προτεραιότητες που τέθηκαν ήταν η εξασφάλιση τροφίμων και πρώτων υλών που ήταν απαραίτητα για την επιβίωση του πληθυσμού, αλλά και η αποκατάσταση της νομισματικής σταθερότητας. Ως προς το δεύτερο, με τον Νόμο 18 της 11/11/1944 εισήχθη η νέα δραχμή, που αντιστοιχούσε σε 50 δισ. παλαιές δραχμές και συνδέθηκε με τη στερλίνα (1 στερλίνα = 600 δραχμές). Ωστόσο, η αποδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης λόγω των καταστροφών του πολέμου, ο έντονα ελλειμματικός προϋπολογισμός λόγω της κατάρρευσης των εσόδων, η πολύ περιορισμένη επιτυχία της προσπάθειας παγώματος μισθών και ημερομισθίων, αλλά και οι γενικότερες πολιτικές συνθήκες οδήγησαν σε αποτυχία την πρώτη προσπάθεια σταθεροποίησης του νομίσματος, αν και σε κάποιο βαθμό συγκρατήθηκε η πτώση της μέσω των αποθεμάτων χρυσού που κατάφερε να διατηρήσει η Τράπεζα της Ελλάδος κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Την επόμενη προσπάθεια σταθεροποίησης ανέλαβε ο Κυριάκος Βαρβαρέσος, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Βούλγαρη και υπουργός Ανεφοδιασμού. Η πολιτική που εφάρμοσε είχε πέντε άξονες: τη φορολόγηση των πιο εύπορων τάξεων για την ενίσχυση των εσόδων, την αποτελεσματική διανομή της βοήθειας της UNRAA για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του πληθυσμού, την εφαρμογή διατιμήσεων στα προϊόντα για την καταπολέμηση της αισχροκέρδειας, τη σταθεροποίηση των μισθών και των ημερομισθίων εντός των ορίων της οικονομίας και τη συνετή χρήση των συναλλαγματικών αποθεμάτων, τα οποία θα κατευθύνονταν μόνο για είδη πρώτης ανάγκης. Ωστόσο, η έλλειψη κοινωνικής και κυρίως πολιτικής συναίνεσης και η ανεπάρκεια της αποδιαρθρωμένης λόγω πολέμου δημόσιας διοίκησης να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις ενός τέτοιου εγχειρήματος, οδήγησαν και αυτό το πρόγραμμα σε αποτυχία.

Συμφωνίες για την ανασυγκρότηση της οικονομίας Όμως, το 1946, μέσω της συμφωνίας Τσουδερού-Bevin, η Ελλάδα έλαβε δάνειο 10 εκατ. λιρών, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη σταθεροποίηση της δραχμής, ενώ η βρετανική κυβέρνηση παραιτήθηκε από την αξίωση επιστροφής δανείου 46 εκατ. λιρών που χορηγήθηκε στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση πολεμικών αναγκών. Σημαντικό μέρος της συμφωνίας αποτελούσε και η ίδρυση της Νομισματικής Επιτροπής, με αρμοδιότητα τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής. Το επόμενο, αλλά καθοριστικότερο βήμα στην ανασυγκρότηση της οικονομίας -μέσα σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου- αποτέλεσε η υπογραφή από την Ελλάδα της συμφωνίας οικονομικής συνεργασίας 16 ευρωπαϊκών χωρών με τις ΗΠΑ, που προέβλεπε την εφαρμογή ενός τετραετούς προγράμματος οικονομικής βοήθειας (Σχέδιο Marshall), το οποίο θα ξεκινούσε την 1η/4/1948. Το σχέδιο προέβλεπε για την Ελλάδα πόρους που θα κατευθύνονταν, μεταξύ άλλων, στην αποκατάσταση, αλλά και επέκταση του δικτύου οδικών και σιδηροδρομικών μεταφορών, την αποκατάσταση των τηλεπικοινωνιών, τη δημιουργία ενιαίου συστήματος παραγωγής και διάθεσης ηλεκτρικής ενέργειας, την αποκατάσταση και δημιουργία έργων υποδομής (λιμάνια, γέφυρες κ.λπ.) και τη βελτίωση της υγείας του πληθυσμού (εξάλειψη ελονοσίας, δραστικός περιορισμός φυματίωσης, τύφου κ.λπ.).

1953: Η υποτίμηση του ελληνικού νομίσματος Καθώς το Σχέδιο Marshall έβαινε προς ολοκλήρωση, αναδεικνυόταν όλο και περισσότερο η ανάγκη να σταθεροποιηθεί η οικονομία προκειμένου η χώρα να σταματήσει να στηρίζεται σε εξωτερική βοήθεια. Τη σταθεροποίηση της οικονομίας ανέλαβε να πραγματοποιήσει ο Γεώργιος Καρτάλης, υπουργός Συντονισμού της κυβέρνησης Πλαστήρα. Τα μέτρα που έλαβε αφορούσαν τη σημαντική άνοδο της φορολογίας για την τόνωση των δημοσίων εσόδων και την εξίσου σημαντική μείωση των δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού και του προϋπολογισμού δημοσίων δαπανών. Ως αποτέλεσμα της συγκεκριμένης πολιτικής, τα δημόσια ελλείμματα περιορίστηκαν σημαντικά, με αποτέλεσμα τα εγχώρια έσοδα να καλύπτουν το 93% των δημοσίων δαπανών την περίοδο 1952-1953. Επιπλέον, το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο περιορίστηκε στα 157,7 εκατ. δολ. το 1953 από τα 301,5 εκατ. το 1948 (μείωση 47,7%), ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος ακολούθησε περιοριστική πολιτική χρηματοδότησης, με εξαίρεση τον αγροτικό τομέα. Σε συνέχεια αυτού του σταθεροποιητικού προγράμματος, η υποτίμηση της δραχμής κατά 50% (09/04/1953) και ο ορισμός της ισοτιμίας της στις 15.000 δραχμές ανά δολάριο εδράζονταν σε στέρεες οικονομικές βάσεις. Παράλληλα, αποφασίστηκε η σύνδεσή της με το σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods, ενώ ταυτόχρονα ελήφθησαν μέτρα απελευθέρωσης του εισαγωγικού εμπορίου (κατάργηση ποσοτικών περιορισμών), περιορισμού ή κατάργησης μονοπωλίων, προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων κ.ά. Η ανωτέρω προσπάθεια και η συνεπής εφαρμογή της πολιτικής νομισματικής σταθερότητας και ισοσκελισμένου προϋπολογισμού τα επόμενα έτη, συντέλεσαν στην «απογείωση» της ελληνικής οικονομίας την επόμενη εικοσαετία.

1953-1971: Σταθερές ισοτιμίες, ανάπτυξη, αστικοποίηση - τομεακός μετασχηματισμός Η οικονομική πολιτική της συγκεκριμένης περιόδου βασιζόταν σε δύο αρχές, δηλαδή την ανάγκη να εξέλθει η χώρα από τη φτώχεια μέσω της ανάπτυξης της βιομηχανίας και τη διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας. Με βάση τις δύο αυτές αρχές καταρτίστηκε και εφαρμόστηκε ένα συνεκτικό πλαίσιο οικονομικής πολιτικής, το οποίο λάμβανε υπόψη του την ελληνική πολιτική και οικονομική πραγματικότητα, το διεθνές περιβάλλον που είχε διαμορφωθεί (Ψυχρός Πόλεμος) και τη συμφωνία του Bretton Woods. Οι κεντρικές κατευθύνσεις του συγκεκριμένου προγράμματος ήταν οι ακόλουθες: Πρώτον, η διατήρηση της σταθερότητας της ισοτιμίας με το δολάριο σε συνδυασμό με την επίτευξη δημοσιονομικής πειθαρχίας μέσω πλεονασματικών ή στη χειρότερη περίπτωση ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Δεύτερον, η εξασφάλιση χρηματοδότησης της οικονομίας (κυρίως της βιομηχανίας, του εξαγωγικού εμπορίου και της γεωργίας) από το τραπεζικό σύστημα, αλλά εντός των ορίων που καθόριζε η Νομισματική Επιτροπή. Τρίτον, η ελεγχόμενη αύξηση του μισθολογικού κόστους που θα έπρεπε να ακολουθεί την αύξηση της παραγωγικότητας. Τέταρτον, η ανάπτυξη των διεθνών εμπορικών δραστηριοτήτων της χώρας με βάση τους κανόνες της διεθνούς αγοράς, το οποίο συνεπαγόταν ότι η χώρα δεν θα χρησιμοποιούσε ποσοτικούς περιορισμούς στις συναλλαγές της. Ως αποτέλεσμα της προσπάθειας εκβιομηχάνισης της χώρας, ενώ το 1953 η ελαφριά βιομηχανία παρήγαγε το 62% του βιομηχανικού προϊόντος, το 1973 παρήγαγε το 42% αυτού και η βαριά βιομηχανία το 45% του βιομηχανικού προϊόντος, ενώ το μερίδιο της βιομηχανίας στην Εγχώρια Προστιθέμενη Αξία ανήλθε από το 10,9% το 1960 στο 18,5% το 1973. Παράλληλα, το μερίδιο του πρωτογενούς τομέα την ίδια περίοδο υποχώρησε ήπια στο 15,7% από το 17,4%, ενώ του τριτογενούς τομέα στο 58,4% από το 64,1%. Η εκβιομηχάνιση βελτίωσε και την παραγωγικότητα της οικονομίας, αφού από το 3,7% ετησίως την περίοδο 1958-1963 ανήλθε στο 9% την περίοδο 1963-1973. Τέλος, ως αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής πολιτικής, το ΑΕΠ τη χώρας την περίοδο 1953-1973 ανήλθε με μέσο ετήσιο ρυθμό 7,2%. Σχετικό με τον πιο πάνω μετασχηματισμό της οικονομίας ήταν και το φαινόμενο της έντονης αστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση τις απογραφές πληθυσμού της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθυσμός που κατοικούσε σε αστικές ή ημιαστικές περιοχές από μόλις 17,3% το 1928 ανήλθε σταδιακά στο 30% το 1961 και στο 53,2% το 1971. Ο συνολικός ελληνικός πληθυσμός αυξήθηκε συστηματικά στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα (Διάγραμμα 2), ενώ παράλληλα οξύνθηκε το φαινόμενο της σταδιακής αύξησης των μεγαλύτερων ηλικιών (Διάγραμμα 3).

1971-1980: Προκλήσεις μετά το Bretton Woods Η διετία 1971-1972 ήταν η τελευταία περίοδος του «Πενταετούς Προγράμματος Οικονομικής Αναπτύξεως 1968-1972». Εξαιτίας αυτού, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις διεθνώς, λόγω της κρίσης από την κατάρρευση του Bretton Woods, συνεχίστηκαν οι ιδιαίτερα υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης (7,9% και 10,1%, Διάγραμμα 4). Όσο διήρκεσε η νομισματική κρίση, η ισοτιμία δραχμής/ δολαρίου διατηρήθηκε στο επίπεδο που ίσχυε από το 1953 (30 δρχ./δολ.), με αποτέλεσμα το ελληνικό νόμισμα να είναι φθηνότερο από τα νομίσματα των χωρών της ΕΟΚ, γεγονός που συνέβαλε στον πληθωρισμό εγχωρίως. Ως προς τη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, σημειώθηκε επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου του εισοδήματος του αγροτικού τομέα και αύξηση της συμμετοχής της βιομηχανίας στο εθνικό εισόδημα, με τον δεύτερο τομέα να υπερβαίνει από το 1971 και έκτοτε τον πρώτο σε συμβολή στο ΑΕΠ (Διάγραμμα 5, Διάγραμμα 6). Το 1973 σήμανε την έναρξη των επιπτώσεων από τις τιμές του πετρελαίου, οι οποίες θα συνεχίζονταν, με διακυμάνσεις, έως την αρχή της δεκαετίας του 1980. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή κατέγραψε εγχωρίως μέση άνοδο 15,5% (Διάγραμμα 7), η οποία ήταν από τις ισχυρότερες μεταξύ αντιπροσωπευτικών χωρών της Ευρώπης (Γαλλία, Ιταλία, Ην. Βασίλειο), αλλά και σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και Ιαπωνία. Η ισχυρή ανοδική τάση στις τιμές σημειώθηκε παρότι τον Οκτώβριο του 1973 αποφασίστηκε ύστερα από πολλές δεκαετίες σταθερής ισοτιμίας δραχμής και δολαρίου, η λήξη της σύνδεσής της με το αμερικάνικο νόμισμα και η ανατίμηση της δραχμής κατά 11,1%, γεγονός που περιόρισε, έστω πρόσκαιρα, το κόστος των ενεργειακών αγαθών. Η ανατίμηση του αμερικανικού νομίσματος στη συνέχεια επανέφερε την ισοτιμία στην περιοχή των 30 δρχ./δολ. Την τριετία 1974-1976 η πορεία της ελληνικής οικονομίας επηρεάστηκε και από τις εγχώριες πολιτειακές εξελίξεις. Το εγχώριο προϊόν υποχώρησε σημαντικά υπό συνθήκες ισχυρής αβεβαιότητας το 1974 (-6,5%), όμως οι απώλειες σχεδόν αντισταθμίστηκαν στο αμέσως επόμενο έτος (+6,4%) και υπερκαλύφθηκαν το 1976 (+6,9%). Η ανάπτυξη στηρίχθηκε εν μέρει στην υψηλή πιστωτική επέκταση, η οποία όμως αφορούσε σε μεγάλο βαθμό τον δημόσιο τομέα και όχι παραγωγικούς σκοπούς, διατηρώντας τον σημαντικό ρόλο του κράτους στην οικονομική δραστηριότητα. Προήλθε και από σημαντική άνοδο των κερδών, ιδίως σε ολιγοπωλιακούς κλάδους, υπό την επίδραση προστατευτικών μέτρων, γεγονός που τόνωνε τη ζήτησή τους. Οι επιπτώσεις της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης στις τιμές ήταν ισχυρότερες το 1974, με τον ρυθμό πληθωρισμού να εκτινάσσεται εγχωρίως στο 26,9% (Διάγραμμα 7). Αυτός παρέμεινε υψηλός την επόμενη διετία και εξαιτίας της υψηλής ζήτησης και της αύξησης των έμμεσων φόρων. Η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε σημαντικά το 1977, υπό την υποχώρηση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης. Ωστόσο, το 1978 σημειώθηκε σημαντική μεγέθυνση, με συμβολή και του εξωτερικού ισοζυγίου, από έντονη άνοδο των εξαγωγών και επιβράδυνση της διεύρυνσης των εισαγωγών (Διάγραμμα 8). Η αναπτυξιακή δυναμική εξασθένησε έντονα, αλλά δεν ανακόπηκε, στην επόμενη τριετία, από τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση. Μεταξύ του τέλους του 1978 και του τέλους του 1980, η τιμή του πετρελαίου σε δολάρια αυξήθηκε περίπου κατά 150%. Οι ιδιαίτερα υψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού, στην περιοχή του 20% και υψηλότερα, άσκησαν έντονες πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση των νοικοκυριών. Επιπλέον, οι περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ βρέθηκαν σε ύφεση, γεγονός που επηρέασε σημαντικά την ελληνική οικονομία μέσω των εξαγωγών. Ενώ η ελληνική οικονομία πέτυχε κατά μέσο όρο υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στην περίοδο 1971-1980 (4,6%, Διάγραμμα 4), παρά τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις, εντούτοις αυτοί προήλθαν σε σημαντικό βαθμό από παράγοντες οι οποίοι δεν ήταν διατηρήσιμοι μακροπρόθεσμα, όπως οι υψηλές δημόσιες δαπάνες και ο εκτεταμένος τραπεζικός δανεισμός. Ταυτόχρονα, ολιγοπωλιακές-μονοπωλιακές συνθήκες σε ορισμένους κλάδους, και λόγω προστατευτικών μέτρων, δεν επέτρεπαν την επαρκή προσαρμογή κυρίως του αγροτικού τομέα και της βιομηχανίας στις συνθήκες της ΕΟΚ.

1981-2000: Ένταξη στην ΕΟΚ και οι προκλήσεις της προετοιμασίας για ΟΝΕ Η είσοδος στην ΕΟΚ αποτέλεσε κρίσιμη εξέλιξη για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, όπως αποδείχθηκε από τις πολιτικοοικονομικές εξελίξεις στις δεκαετίες που ακολούθησαν (στήριξη από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε., είσοδος στην ΟΝΕ κ.ά.). Ωστόσο, από τα πρώτα έτη της ένταξης, αυτή ανέδειξε τις διαρθρωτικές καχεξίες της ελληνικής οικονομίας. Το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο ενισχύθηκε σημαντικά από το 1982, τάση η οποία κλιμακώθηκε έντονα από την αρχή της δεκαετίας του 1990 έως την αρχή της δεκαετίας του 2010. Η επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου, κυρίως από την εξέλιξη του ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων σε ελλειμματικό, ήταν από τις βασικές αιτίες της ήπιας ύφεσης στη διετία 1982-1983 (μέσος ρυθμός -1,3%). Η υποχώρηση του ΑΕΠ έλαβε χώρα παρά την ισχυρή αύξηση των ονομαστικών μισθών, προκειμένου να καλυφθεί μεγάλο μέρος των επιπτώσεων του συνεχιζόμενου υψηλού πληθωρισμού στα πραγματικά εισοδήματα. Οι συστηματικές αυξήσεις στους μισθούς (π.χ. ΑΤΑ), σε συνδυασμό με την προτίμηση των νοικοκυριών σε εισαγόμενα καταναλωτικά προϊόντα, τα οποία ενσωμάτωναν τις αυξανόμενες διεθνείς τιμές, λόγω και των διαδοχικών υποτιμήσεων της δραχμής, διατήρησαν τον ρυθμό πληθωρισμού σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα μέχρι τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1990, πλήττοντας παράλληλα το εξωτερικό ισοζύγιο. Παρά τις δυσμενείς εξελίξεις στο εξωτερικό ισοζύγιο και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, δεν εφαρμόστηκαν συστηματικά διαρθρωτικές πολιτικές για την αντιμετώπισή τους (αποκρατικοποιήσεις, άρση περιορισμών εισόδου σε δραστηριότητες), με τις σχετικές προσπάθειες να είναι μόνο πρόσκαιρες και όχι ολόπλευρες (π.χ. πρόγραμμα σταθεροποίησης 1985-1987). Η υποχώρηση των επενδύσεων, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και σε απόλυτο επίπεδο σε ορισμένα έτη (1981-1984, 1992-1994), ήταν άλλος ένας από τους βασικούς παράγοντες των διακυμάνσεων στο εγχώριο προϊόν μέχρι το 1994. Η εξασθένηση των επενδύσεων προήλθε κυρίως από την υποχώρηση αυτών σε κατοικίες, κατόπιν της ολοκλήρωσης του κύματος της αστικοποίησης. Ως αποτέλεσμα, η μέση αναλογία τους στο ΑΕΠ στη δεκαετία του 1980 διαμορφώθηκε στα 2/3 εκείνης στη δεκαετία του 1970 (12,3% από 18,8% του ΑΕΠ, Διάγραμμα 9), ενώ βρέθηκε κάτω από το ήμισυ αυτής στην επόμενη δεκαετία. Ευρύτερα, οι μικρές μεταβολές στη διάρθρωση των επενδύσεων, με τις παραγωγικές επενδύσεις να παραμένουν χαμηλές σχεδόν έως το τέλος της δεκαετίας του 1990 (π.χ. επενδύσεις σε μηχανήματα-εξοπλισμό στο 2,0%-3,5% του ΑΕΠ), δεν επέτρεψαν τη βελτίωση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας και επιδείνωσαν τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της. Αυτές οι εξελίξεις αποτυπώνονται χαρακτηριστικά στη σημασία της Βιομηχανίας για την ελληνική οικονομία, η οποία στην τριετία 1996-1998 ήταν 3,1 μονάδες του ΑΕΠ χαμηλότερη από ό,τι το 1980 (18,1% από 21,2% του ΑΕΠ, Διάγραμμα 6), παρά τα διαδοχικά χρηματοδοτικά προγράμματα από την Ε.Ε. (ΜΟΠ, Α’ και Β’ ΚΠΣ). Λίγο πριν από το 2000, η επενδυτική δραστηριότητα αναθερμάνθηκε, καθώς υλοποιούνταν ταυτόχρονα σημαντικά μεγάλα δημόσια έργα (αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, μετρό Αττικής κ.ά.), αλλά και από τον ιδιωτικό τομέα, με πόρους από την ισχυρή άνθηση της χρηματιστηριακής αγοράς στην περίοδο 1997-1999. Η διεύρυνση των δημοσίων δαπανών και η ενίσχυση του ρόλου του δημόσιου τομέα στην οικονομική δραστηριότητα περιόρισαν τις επιδράσεις του επιδεινούμενου εξωτερικού ισοζυγίου, των χαμηλότερων επενδύσεων και των πληθωριστικών πιέσεων στο διαθέσιμο εισόδημα στο ΑΕΠ. Όμως, στηρίχθηκαν σε υψηλό δανεισμό από το εξωτερικό, επιδεινώνοντας έντονα το δημόσιο χρέος. Παρά τους υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού, που επιταχύνουν το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές, η αναλογία του δημόσιου χρέους προς αυτό σχεδόν τετραπλασιάστηκε μεταξύ 1981-1993, από το 27% στο 100,3% του ΑΕΠ (Διάγραμμα 10). Η προσπάθεια σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας, όπως και άλλων ευρωπαϊκών, στους στόχους της ΟΝΕ οδήγησε σε συστηματικό περιορισμό του ελλείμματος και επιβράδυνση του πληθωρισμού από το 1995. Παρά την ονομαστική σύγκλιση, η ελληνική οικονομία πλησίαζε στην ΟΝΕ με παραμένουσες πολλές από τις διαρθρωτικές αδυναμίες της, κάτι που αποτυπώνεται στην υποτίμηση της δραχμής έναντι του ECU τον Μάρτιο του 1998 (ένταξη στο ΜΣΙ) και κατά την οριστικοποίηση της ισοτιμίας της έναντι του ευρώ (Ιανουάριος 2000).

2001-2009: Οι σημαντικές ευκαιρίες από την ένταξη στην ΟΝΕ και η αξιοποίησή τους Η είσοδος της Ελλάδας στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών τον Μάρτιο του 1998 άμβλυνε σημαντικά την αβεβαιότητα σχετικά με την ένταξή της στην ΟΝΕ. Ακολούθως, περιορίστηκαν οι πιέσεις στην ισοτιμία της δραχμής και άρχισε η σημαντική υποχώρηση των επιτοκίων, για τον δημόσιο αλλά και τον ιδιωτικό τομέα. Μεταξύ Μαρτίου 1998 - Ιανουαρίου 2001, όταν η Ελλάδα εισήλθε στην ΟΝΕ, το επιτόκιο του μακροπρόθεσμου δανεισμού για επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 7,7 ποσοστιαίες μονάδες, υποχωρώντας κάτω από το 10%. Αυτές οι πολιτικοοικονομικές εξελίξεις συνέβαλαν στη σημαντική κλιμάκωση των επενδύσεων, που ήταν ένας εκ των βασικών παραγόντων της ταχύρρυθμης ανάπτυξης στην περίοδο 2001-2007 (μ.ό. 4,0%, Διάγραμμα 9). Στην περίοδο 1998-2009, ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου βρισκόταν σταθερά στην περιοχή του 20% του ΑΕΠ, περίπου 4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από ό,τι την προηγούμενη ενδεκαετία. Σε αντίθεση με το παρελθόν (προ ΕΟΚ), αυτό το επίπεδο παγίων επενδύσεων προήλθε κυρίως από αύξηση εκείνων με παραγωγική στόχευση, σε εξοπλισμό-μηχανήματα, βελτιώνοντας την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Οι επενδύσεις σε κατοικίες εξασθένησαν ήπια, ενώ η ώθηση από τα μεγάλα δημόσια έργα, λόγω και της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, υποχώρησε αρκετά κατόπιν αυτών. Στην πλευρά του δημόσιου τομέα, η υποχώρηση των επιτοκίων περιόρισε το κόστος αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους, συμβάλλοντας στην επίτευξη του στόχου ελλείμματος για την ΟΝΕ. Ταυτόχρονα, περιόρισε το κόστος του νέου δανεισμού, διευκολύνοντας την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, αλλά και της δημόσιας κατανάλωσης. Ενώ οι επενδυτικές δαπάνες του Δημοσίου ανήλθαν ελαφρώς στην περίοδο 2001-2009, κατά μέσο όρο κατά 0,3% του ΑΕΠ, και οι πληρωμές τόκων περιορίστηκαν (-1,9 π.μ. του ΑΕΠ), το συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο επιδεινώθηκε κατά μέσο όρο κατά 3,9 π.μ. του ΑΕΠ. Συνεπώς, οι δημόσιες δαπάνες εκτός επενδύσεων και πληρωμών τόκων ήταν 5,5 π.μ. του ΑΕΠ υψηλότερες στην περίοδο 2001-2009 έναντι του 2000. Αυτές οι εξελίξεις είχαν αρνητικό αντίκτυπο και στο δημόσιο χρέος, το οποίο διευρύνθηκε στο ίδιο χρονικό διάστημα κατά 21,8 π.μ. του ΑΕΠ (Διάγραμμα 10). Οι δημοσιονομικές ανισορροπίες είχαν ως αποτέλεσμα να ενεργοποιηθεί δύο φορές η Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος, τον Ιούλιο του 2004 και τον Απρίλιο του 2009. Η προσπάθεια εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών στην πρώτη περίπτωση είχε προσωρινά, μη διατηρήσιμα αποτελέσματα, καθώς στηρίχθηκε σε σημαντικό βαθμό στη συμπίεση των δαπανών για επενδύσεις και λιγότερο των τρεχουσών δαπανών. Ακολούθως, το 2007, πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα βρισκόταν στο 6,7% του ΑΕΠ. Η ισχυρή ανάπτυξη στα έτη μετά την είσοδο στην ΟΝΕ έως το 2007, προήλθε και από τη σημαντική αύξηση των εισοδημάτων των νοικοκυριών και την πιστωτική επέκταση προς αυτά. Η πρώτη εξέλιξη αποτυπώνεται στην άνοδο του μοναδιαίου κόστους εργασίας, η οποία την περίοδο 2001-2007 έφτασε σωρευτικά το 8,3%, όταν σε αντιπροσωπευτικές χώρες του πυρήνα και της περιφέρειας της Ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία), αυτό είτε υποχώρησε ήπια, είτε αυξήθηκε λιγότερο. Αυτή η τάση ανέσχεσε τα οφέλη για την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα από τη διεύρυνση των παραγωγικών επενδύσεων. Σχετικά με τον δανεισμό των νοικοκυριών από το τραπεζικό σύστημα, σχεδόν τετραπλασιάστηκε μεταξύ 2001-2007, από το -χαμηλό- 10,4% στο 41,0% του ΑΕΠ. Η ραγδαία πιστωτική επέκταση αποτυπώθηκε αργότερα, στη διάρκεια των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, στην απότομη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Συνολικά, η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης, για καταναλωτικούς και επενδυτικούς σκοπούς, σε συνδυασμό με τις τάσεις στην παραγωγικότητα της εργασίας, είχαν ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο στο εξωτερικό ισοζύγιο της οικονομίας. Συνοψίζοντας, η ελληνική οικονομία αξιοποίησε μόνο σε μικρό βαθμό και όχι με συστηματικό τρόπο τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες από την ένταξή της στην ΟΝΕ. Οι καλύτεροι όροι χρηματοδότησης ευνόησαν την πραγματοποίηση περισσότερων παραγωγικών επενδύσεων, όμως ενίσχυσαν κυρίως τις μη παραγωγικές δημόσιες δαπάνες, καθώς και τον δανεισμό των νοικοκυριών. Παράλληλα, η υψηλή ρευστότητα παραγκώνισε την ανάγκη πραγματοποίησης των διαρθρωτικών αλλαγών τις οποίες χρειαζόταν η χώρα στον δημόσιο τομέα και τη λειτουργία των αγορών. Έτσι, η ελληνική οικονομία δεν κατάφερε να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της και να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα της ενιαίας αγοράς και του κοινού νομίσματος. Επιπλέον, βρέθηκε στην εκδήλωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, με σημαντικές ανισορροπίες στο δημοσιονομικό και το εξωτερικό ισοζύγιό της

2010-2018: Η κρίση χρέους και τα προγράμματα προσαρμογής Όπως προαναφέρθηκε, οι πραγματικές αιτίες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 οφείλονται σε αδυναμίες στην εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι οποίες σχετίζονταν κυρίως με την υποτίμηση του ρίσκου σύνθετων προϊόντων τιτλοποίησης, σε συνδυασμό με την υπερτίμηση αξιών στην αγορά ακινήτων, κυρίως στις ΗΠΑ. Ωστόσο, η κρίση δεν επέφερε ριζικές αλλαγές μόνο σε αυτά τα θέματα, αφού, μεταξύ άλλων, άλλαξε ο τρόπος αξιολόγησης του ρίσκου των κρατικών χρεογράφων. Αυτή η εξέλιξη επηρέασε και χώρες με υψηλή πιστοληπτική αξιολόγηση, οι οποίες είχαν μεγάλο δημόσιο χρέος και υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα στα πρόσφατα έτη, όπως η Ελλάδα. Τα επιτόκια των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου ανέρχονταν με ταχύ ρυθμό από το τρίτο τρίμηνο του 2009. Προκειμένου να σταματήσει και να αντιστραφεί αυτή η τάση, λήφθηκαν στο πρώτο τρίμηνο του 2010 διαδοχικές δέσμες δημοσιονομικών μέτρων. Στην αρχή του Απριλίου, η Ε.Ε. προχώρησε στη θέσπιση χρηματοδοτικού μηχανισμού για χώρες με δυσχέρειες πρόσβασης στις αγορές κεφαλαίων. Λίγες εβδομάδες αργότερα, η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε αίτημα σύναψης δανείου στην Ε.Ε., το ΔΝΤ και την ΕΚΤ, ύψους 110 δισ. ευρώ. Στις 5 Μαΐου του 2010 εγκρίθηκε από το ελληνικό Κοινοβούλιο το πρώτο Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (ΜΟΧΠ) με τους πιστωτές, το οποίο περιλάμβανε δημοσιονομικά μέτρα και μεταρρυθμίσεις, καθώς και στόχους για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Τον Ιούλιο του 2011 ξεκίνησε στην Ευρωζώνη η συζήτηση για ένα πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου τα οποία διακρατούσε ο ιδιωτικός τομέας. Τον Φεβρουάριο του 2012 εγκρίθηκε το δεύτερο ΜΟΧΠ, για νέο δάνειο από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ ύψους 130 δισ. ευρώ, καθώς και τους αδιάθετους πόρους του πρώτου προγράμματος (34,5 δισ. ευρώ). Στη συνέχεια, ξεκίνησε η εφαρμογή του προγράμματος επαναγοράς ομολόγων (PSI+), η οποία ολοκληρώθηκε με συμμετοχή του 96,9% των επιλέξιμων δανειστών, με ομόλογα ύψους 199,2 δισ. ευρώ, από το «κούρεμα» των οποίων προέκυψε μείωση του ονομαστικού επιπέδου (face value) του δημόσιου χρέους κατά 107 δισ. ευρώ. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους πραγματοποιήθηκε πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων, στο πλαίσιο του οποίου ανταλλάχθηκαν τίτλοι 31,9 δισ. ευρώ που διακρατούσαν οι ελληνικές τράπεζες. Κατόπιν αυτών των ενεργειών σχετικά με το δημόσιο χρέος, πραγματοποιήθηκε ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αλλά και κινήσεις αναδιάρθρωσης του τραπεζικού τομέα (εξαγορές-συγχωνεύσεις), εξαιτίας των επιπτώσεων της τραπεζικής αργίας και του bail-in στην Κύπρο τον Μάρτιο του 2013. Τον Δεκέμβριο του 2014 η διαδικασία της τελευταίας αξιολόγησης του δεύτερου Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής διακόπηκε από την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Η νέα κυβέρνηση ζήτησε τον Φεβρουάριο του 2015 παράταση της τελευταίας αξιολόγησης έως το τέλος Ιουνίου. Στις 26 Ιουνίου ανακοινώθηκε η διεξαγωγή δημοψηφίσματος στις 5 Ιουλίου, σχετικά με τους προτεινόμενους όρους από τους δανειστές για μια τρίτη δανειακή σύμβαση, και την 29η Ιουνίου επιβλήθηκαν τραπεζική αργία και περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων. Κατόπιν του δημοψηφίσματος συνεχίστηκαν οι διαπραγματεύσεις με τις χώρες της Ευρωζώνης για ένα τρίτο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής, οι οποίες κατέληξαν σε συμφωνία στις 12 Ιουλίου, για δάνειο από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας έως 86 δισ. ευρώ. Στις 20 Ιουλίου έληξε η τραπεζική αργία και στις 14 Αυγούστου 2015 κυρώθηκε από το ελληνικό Κοινοβούλιο το τρίτο ΜΟΧΠ. Τον Ιούνιο του 2018 ολοκληρώθηκε η τελευταία αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος. Η Ελλάδα δεσμεύτηκε για τη συνέχιση υλοποίησης μεταρρυθμίσεων μέχρι το 2022, η πρόοδος στις οποίες θα ελεγχόταν τακτικά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό το Πλαίσιο
Ενισχυμένης Εποπτείας. Με την τελευταία δόση του δανείου, το ελληνικό κράτος συγκέντρωσε ένα ταμειακό πλεόνασμα ασφαλείας ύψους περίπου 24 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα εξήλθε από το τελευταίο πρόγραμμα στις 21 Αυγούστου 2018. Οι τελευταίοι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων άρθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2019. Στην περίοδο των τριών Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής 2010-2018, το Ελληνικό Δημόσιο έλαβε συνολική χρηματοδοτική στήριξη ύψους 265,3 δισ. ευρώ [75,5 δισ. ευρώ (α’ πρόγραμμα) + 142,9 δισ. ευρώ (β’ πρόγραμμα) + 46,9 δισ. ευρώ (γ’ πρόγραμμα)]. Οι δέσμες δημοσιονομικών παρεμβάσεων, η αυξημένη αβεβαιότητα σε μεγάλο μέρος της διάρκειας των προγραμμάτων, εξαιτίας και των γεγονότων στο τέλος του 2014 και στο αρχικό επτάμηνο του 2015, καθώς και ορισμένες μεταρρυθμίσεις, οδήγησαν σε απώλειες σε όρους ΑΕΠ κατά 21,8%. Το ποσοστό ανεργίας ήταν στο τέλος του τρίτου προγράμματος 6,3 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερο από ό,τι κατά την έναρξη του πρώτου (Διάγραμμα 11). Βρέθηκε όμως έως 15,8 μονάδες υψηλότερα (δ’ τρίμ. 2013 - α’ τρίμ. 2014: 27,8%) και υποχώρησε κυρίως εξαιτίας των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, αφού το ΑΕΠ δεν αυξήθηκε σημαντικά έκτοτε. Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των ανισορροπιών στο δημοσιονομικό και το εξωτερικό ισοζύγιο, που αποτελούσε βασικό στόχο των προγραμμάτων, τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα σημαντικά. Ενώ το 2009 το πρωτογενές έλλειμμα έφτανε το 9,4% του ΑΕΠ και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 12,3% του ΑΕΠ, το 2018 το πρωτογενές ισοζύγιο ήταν αρκετά πλεονασματικό (4,2% του ΑΕΠ) και το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο είχε περιοριστεί στο 2,9% του ΑΕΠ. Ως προς τις διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες εκκρεμούσαν επί δεκαετίες στην ελληνική οικονομία, σημειώθηκε πρόοδος σε πολλά πεδία, ωστόσο συνολικά θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη, δεδομένων των δυνατοτήτων σε συνθήκες προγραμμάτων προσαρμογής. Οι περισσότερες διαρθρωτικές αλλαγές πραγματοποιήθηκαν στο πρώτο πρόγραμμα και αφορούσαν την αγορά εργασίας, κλάδους και επαγγέλματα με περιορισμούς στον ανταγωνισμό, καθώς και τη λειτουργία και το μέγεθος του δημοσίου τομέα. Οι μεταρρυθμίσεις στα επόμενα προγράμματα εστίασαν πρωτίστως στο συνταξιοδοτικό σύστημα και την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Η κρίση πανδημίας Covid-19 και οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές Στην περίοδο 2017-2019 η ελληνική οικονομία παρουσίασε συνεχή, ήπια ανάκαμψη, με μέσο ρυθμό 1,5%. Το 2020 αναμενόταν πως θα είναι έτος εκκίνησης μιας ταχύτερης ανάκαμψης για τη χώρα (Προϋπολογισμός 2020: 2,8%, European Economic Forecast, φθινόπωρο 2019: 2,3%). Η πανδημία Covid-19 άλλαξε άρδην τα δεδομένα και τις προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία, όπως και για την ελληνική. Στην Ελλάδα και διεθνώς, λήφθηκαν από τον Μάρτιο του 2020 διαδοχικές δέσμες μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας. Προκειμένου να μετριαστούν οι οικονομικές επιπτώσεις τους, σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, υλοποιήθηκαν ταυτόχρονα παρεμβάσεις πολιτικής για τη στήριξή τους, σε εθνικό επίπεδο και από διεθνείς οργανισμούς (π.χ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή). Η πλειονότητα των περιοριστικών μέτρων άρθηκε στην περίοδο Ιουνίου-Οκτωβρίου του 2020. Παρά τη μεγάλη έκταση των παρεμβάσεων (18,2 δισ. ευρώ), σημειώθηκε ισχυρή ύφεση στην Ελλάδα πρόπερσι (-9,0%), υψηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (-6,8%). Η ισχυρότερη υποχώρηση του ΑΕΠ εγχωρίως οφείλεται κυρίως στη μεγαλύτερη βαρύτητα για την ελληνική οικονομία από ό,τι για την Ευρωζώνη κλάδων στους οποίους επιβλήθηκαν περιορισμοί στη λειτουργία (Τουρισμός, Λιανικό Εμπόριο, Ψυχαγωγία-Διασκέδαση). Τα ισχυρά περιοριστικά μέτρα παρέμειναν σε ισχύ έως τον Μάρτιο του 2021. Η πρόοδος στον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2, καθώς και τα περισσότερα μέσα ανίχνευσης του κορονοϊού (self tests, rapid tests), αποτέλεσαν τη βασική αιτία της σταδιακής άρσης των μέτρων από τον Απρίλιο του 2021, νωρίτερα από ό,τι το 2020. Παρόμοιες εξελίξεις σημειώθηκαν διεθνώς, αναθερμαίνοντας σημαντικά το παγκόσμιο εμπόριο, αλλά και τις διεθνείς επιβατικές μεταφορές, γεγονός που έδωσε ώθηση στον τουρισμό. Σε συνδυασμό με τη συνέχιση εκτεταμένων παρεμβάσεων στήριξης, η ελληνική, αλλά και ευρύτερα η παγκόσμια οικονομία, παρουσίασαν έντονη ανάκαμψη στο δεύτερο τρίμηνο του 2021. Η ισχυρή ανοδική δυναμική συνεχίστηκε το τρίτο τρίμηνο στην Ελλάδα, χάρη κυρίως στην έντονη ανάκαμψη της τουριστικής κίνησης. Συνολικά στην περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2021, το ΑΕΠ εγχωρίως αυξήθηκε κατά 8,9% σε σχέση με την ίδια περίοδο πρόπερσι, σαφώς ταχύτερα από ό,τι στην Ευρωζώνη (5,4%). Παρά την επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων στο τέταρτο τρίμηνο, κυρίως των κρουσμάτων, δεν επανήλθαν εκτεταμένα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας. Ειδικά τον Δεκέμβριο εξαπλώθηκε μια νέα, πιο μεταδοτική μετάλλαξη του κορονοϊού (Όμικρον). Από την άλλη πλευρά, αυτή χαρακτηρίζεται προς το παρόν από ηπιότερα συμπτώματα, γεγονός που επιτρέπει την επιβολή περισσότερο στοχευμένων περιορισμών σε κλάδους και δραστηριότητες. Αντίστοιχα μικρότερος θα είναι ο οικονομικός αντίκτυπός τους, τόσο στο τέλος του 2021, όσο και κατά το 2022. Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες μακροοικονομικές εκτιμήσεις, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε το 2021 με ρυθμό στην περιοχή του 8,5% (Ευρωπαϊκή Επιτροπή) έως 9,5% (ΙΟΒΕ). Αναμένεται συνέχιση της ανάκαμψης με σημαντικό ρυθμό φέτος, στην περιοχή του 4,5%-5,0% (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΙΟΒΕ). Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την οικονομία της Ελλάδας μπορούν να είναι αρκετά θετικές, εφόσον αξιοποιηθούν έγκαιρα και σε μεγάλο βαθμό οι αντιδράσεις της οικονομικής πολιτικής στην πανδημία. Σύμφωνα με ένα φιλόδοξο σχέδιο μεταρρυθμίσεων, το Σχέδιο Ανάπτυξης (2020) της ελληνικής οικονομίας εκτιμά ως εφικτό, υπό προϋποθέσεις, έναν στόχο ετήσιας αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ κατά 3,5% για την επόμενη δεκαετία, κατά μέσο όρο. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπιστία της δημοσιονομικής πολιτικής και η βιωσιμότητα του υψηλού δημοσίου χρέους κρίνεται σκόπιμη η στοχοθεσία συστηματικών, αλλά και σχετικά ήπιων, πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Παράλληλα, είναι σημαντικό να αξιοποιηθούν ευκαιρίες για αλλαγή στη σύνθεση δημοσίων εσόδων και δαπανών, ώστε να ενισχυθούν οι αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας. Πανευρωπαϊκά, η πλέον σημαντική πρωτοβουλία είναι ο χρηματοδοτικός μηχανισμός NextGenerationEU (εγχωρίως Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης), με προϋπολογισμό 806,9 δισ. ευρώ. Σε συνδυασμό με το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027, προϋπολογισμού 1.211 δισ. ευρώ, για την τακτική χρηματοδότηση των επενδύσεων από την Ε.Ε., συγκροτούν το Σχέδιο Ανάκαμψης για την Ευρώπη. Συνολικά η Ελλάδα προβλέπεται να ωφεληθεί από το ΕΤΑ στην περίοδο 2021- 2026 με 33,71 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 20,98 δισ. ευρώ θα αφορούν επιχορηγήσεις και 12,73 δισ. ευρώ δάνεια. Ως προς τη χρηματοδότηση από το ΠΔΠ 2021-2027, η Ελλάδα προβλέπεται να λάβει, εκτός των ενισχύσεων για τον αγροτικό τομέα (14,97 δισ. ευρώ), επιχορηγήσεις ύψους 25,4 δισ. ευρώ. Οι πόροι από την Ε.Ε., σε συνδυασμό με τους πόρους του Εθνικού Προγράμματος Ανάπτυξης 2021-2025 (10 δισ. ευρώ) διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερα σημαντικό σύνολο χρηματοδοτικών δυνατοτήτων. Η έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίησή τους μπορεί να συμβάλει καθοριστικά σε σταθερή και βιώσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μεσοπρόθεσμα, με ουσιαστική βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητάς της και αναπλήρωση των απωλειών προηγούμενων δεκαετιών.

Βιβλιογραφία

—Bolt, J. and J. L. Van Zanden (2020), «Maddison style estimates of the evolution of the world economy. A new 2020 update», Maddison-Project Working Paper WP-15

—Bolt, J, Inklaar, R., De Jong, H. and J. L. van Zanden (2018), «Rebasing ‘Maddison’: new income comparisons and the shape of long-run economic development», Maddison-Project Working Paper WP-10

—Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2022), «European Economic Forecast, winter 2022», Institutional Paper 169, Φεβρουάριος 2022

—Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2019), «European Economic Forecast, autumn 2019», Institutional Paper 115, Νοέμβριος 2019

—Δερτιλής Γ.Β. (2016), «Επτά πόλεμοι. Τέσσερις εμφύλιοι. Επτά πτωχεύσεις: 1821-2016», Εκδόσεις Πόλις, τέταρτη έκδοση

—Δοξιάδης Κ. (1946), «Αι θυσίαι της Ελλάδος στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», Αθήναι, Υφυπουργείο Ανοικοδομήσεως

—ΙΟΒΕ (2022), «Η Ελληνική Οικονομία 4/21», Ιανουάριος 2022

—Κωστής Κ. (2019), «Ο πλούτος της Ελλάδας: Η ελληνική οικονομία από τους βαλκανικούς πολέμους μέχρι σήμερα», Εκδόσεις Πατάκη, πρώτη έκδοση

—Μαυρογορδάτος Γ.Θ. (2017), «Μετά το 1922: Η παράταση του διχασμού», Εκδόσεις Πατάκη, δεύτερη έκδοση Πισσαρίδης, Χ., Βαγιανός, Δ., Βέττας, Ν., Μεγήρ, Κ. (2020), Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία: Τελική έκθεση.

—Τράπεζα της Ελλάδος (2009), «Η κρίση του 1929. Η ελληνική οικονομία και οι εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τα έτη 1928-1940», Νοέμβριος 2009

—Υπουργείο Οικονομικών (2019), «Εισηγητική Έκθεση Προϋπολογισμού», Νοέμβριος 2019

—Ψαλιδόπουλος Μ. (2019), «Τα δάνεια της Ελλάδας: 200 χρόνια ανάπτυξης και κρίσεων», Εκδόσεις Παπαδόπουλος, πρώτη έκδοση Ψαλιδόπουλος Μ. (2014), «Ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος 1928-2008», Εκδόσεις ΚΠΕΤ της ΤτΕ

Χρησιμοποιήστε τα πλήκτρα ← → για να πλοηγηθείτε