Επιμέλεια: Κ. Τζωρτζινάκη, Ν. Στασινού, Α. Τσιμπλάκης, Φ. Ζώης, Δ. Αλεξάκη, Ε. Τριήρη, Μ. Λίτσης, Ν. Λειβαδάρη

Χρηματιστήριο και «Ν» στο πλευρό των επιχειρήσεων

Δευτέρα, 21 Μαρτίου 2022 15:02
UPD:24/03/2022 10:02
A- A A+

Γράφει ο Παναγιώτης Αλεξάκης Καθηγητής, πρώην πρόεδρος των Χρηματιστηρίων Αξιών και Παραγώγων Αθηνών

Πώς αποτυπώθηκαν στο Χ.Α. οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στη χώρα και διεθνώς

O πρώτος λόγος ανήκει στη «Ναυτεμπορική» και στην αναγνώριση ότι για έναν αιώνα μάς παρέχει αξιόπιστη πληροφόρηση σε θέματα που αφορούν την οικονομία και την κοινωνία, συμβάλλοντας σε κάθε είδους δραστηριότητα. Η «Ναυτεμπορική» καταγράφει τα γεγονότα του ελληνικού χρηματιστηρίου τα τελευταία 98 από τα 145 χρόνια λειτουργίας του, καθώς και στην Ελλάδα διαπιστώθηκε η ανάγκη λειτουργίας μιας αγοράς άμεσης παροχής επιχειρηματικών κεφαλαίων, συμπληρώνοντας την έμμεση τραπεζική αγορά. Από το 1602 όπου εισήχθη η πρώτη πολυμετοχική επιχείρηση στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ, έχει αναγνωριστεί η αναγκαιότητα του χρηματιστηριακού θεσμού στην οικονομία. Βασικός στόχος του είναι να δρα ως μοχλός ανάπτυξης της οικονομίας διευκολύνοντας την παροχή κεφαλαίων σε υγιείς με προοπτικές επιχειρήσεις. Η επιχείρηση, το κύτταρο κάθε μορφής ανάπτυξης μιας χώρας, επενδύοντας αναλαμβάνει κινδύνους, επιδιώκοντας αποδόσεις μεγαλύτερες των τραπεζικών αποταμιεύσεων, που άλλωστε δεν προσθέτουν αξία, ενώ οι αποταμιευτές - επενδυτές προσελκύονται από αυτές τις κινδυνοφόρες επενδύσεις προσβλέποντας επίσης σε αυτές τις αποδόσεις. Μέχρι σήμερα το Χρηματιστήριο Αθηνών (Χ.Α.) λειτούργησε προς αυτήν την κατεύθυνση αποτυπώνοντας ταυτόχρονα τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στη χώρα και διεθνώς.

Στιγμιότυπο από συνεδρίαση του Χ.Α. στο παλαιό κτήριο της οδού Σοφοκλέους. Μέχρι το 2004 ο αριθμός των εισηγμένων αυξήθηκε στις 360 και έκτοτε ξεκίνησε μια συνεχής πτωτική πορεία παράλληλα με την πορεία της οικονομίας.

 Από το 1876

Επίσημα ως ρυθμιζόμενη αγορά ξεκίνησε το 1876 σε μια ελληνική επικράτεια μικρότερη του ημίσεος της σημερινής, με πληθυσμό 1,5 εκατ. κατοίκους. Πορεύτηκε με την οικονομία στην οποία κυριαρχούσε ο αγροτικός τομέας, λίγα εξαγωγικά προϊόντα (κυρίως σταφίδα), ενώ σταδιακά αναπτύσσονταν η μεταποίηση, τα ορυχεία, η βιομηχανία, η ακτοπλοΐα, το φωταέριο και ο τραπεζικός τομέας, με εισρεόμενα χρηματοδοτικά κεφάλαια κυρίως από ομογενείς. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα η ελληνική οικονομία έκανε τα πρώτα ουσιαστικά βήματα εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης, όχι χωρίς προβλήματα. Ακολούθησε έως το 1923 η περίοδος των μεγάλων πολέμων -Βαλκανικοί, Α' Παγκόσμιος- νικηφόρων για τη χώρα μας, αλλά και αρνητικών πολιτικών γεγονότων και οδυνηρής κατάληξης της μικρασιατικής εκστρατείας. Στο Χ.Α. μέχρι τότε διαπραγματευόταν ένας μικρός αριθμός τίτλων, εθνικών δανείων και εταιρειών. Οι τελευταίες ήταν μόλις 10 τα πρώτα χρόνια, έφθασαν τις 25 το 1910, 45 το 1920 και 53 το 1923 όπου προεξοφλούνταν θετικές προσδοκίες. Το 1924, έτος έναρξης της έκδοσης της εφημερίδας «Η Ναυτεμπορική», βρήκε τη χώρα υπερδιπλάσια σε έκταση με πληθυσμό 6,5 εκατ. κατοίκους, ενώ είχαν αφιχθεί 1.250.000 ομογενείς, ένα σημαντικό ανθρώπινο δυναμικό που συνετέλεσε τα μέγιστα στην ανάπτυξή της. Οι υπάρχουσες επιχειρηματικές δράσεις ενισχύθηκαν, ενώ προστέθηκαν νέες. Κατά την περίοδο 1924-1940, οι εισηγμένες σταδιακά διπλασιάστηκαν, φθάνοντας τις 100, με σημαντική διεύρυνση των οικονομικών κλάδων. Η ανάπτυξη αυτή του Χ.Α., παρά τα εμφανιζόμενα προβλήματα εύρυθμης λειτουργίας, επηρεάστηκε και από έντονες νομισματικές κρίσεις (κανόνας χρυσού) και τη μεγάλη διεθνή οικονομική κρίση 1929-1932 όπου το Χ.Α. διέκοψε τη λειτουργία του για διάστημα 15 μηνών (1931-1932). Από το 1933 οι συνθήκες και η εξωτερική συγκυρία βελτιώθηκαν και η οικονομία ανέκαμψε, αντιστρέφοντας μια πτώση στον αριθμό των εισηγμένων. Το διάστημα 1940-1953 έχει καταγραφεί ως περίοδος Κατοχής, εμφυλίου πολέμου και ανασυγκρότησης Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος 1940-1944 είχε δυσμενείς συνέπειες για τις επιχειρήσεις της χώρας και την ελληνόκτητη ναυτιλία, δημιουργήθηκε υπερπληθωρισμός, οι λίγοι επενδυτές στράφηκαν προς τη χρυσή λίρα, με εκμηδένιση της αξίας της δραχμής. Με το τέλος του ξεκίνησε η προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας και μια επίπονη προσπάθεια από την πλευρά των επιχειρήσεων. Στο μεταξύ, η κατάσταση της οικονομίας είχε επιδεινωθεί, υπήρξε πτώση του εθνικού προϊόντος, ενώ ο εμφύλιος πόλεμος έως το 1949 τη χειροτέρεψε. Ακολούθως, η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει, ενώ αποκαταστάθηκαν κατεστραμμένες υποδομές. Στο Χ.Α. άρχισε να δημιουργείται ζήτηση αξιών και μικρή αύξηση των εισηγμένων, οι οποίες το 1953 αριθμούσαν τις 125. Η περίοδος από το 1953 ξεκίνησε με την επιτυχή υποτίμηση της δραχμής έναντι του δολαρίου και της λίρας, αντιμετωπίζοντας τη νομισματική αστάθεια που υπέθαλπε τον πληθωρισμό, προκαλούσε έλλειψη εμπιστοσύνης προς το εθνικό νόμισμα και χρυσοφιλία. Περαιτέρω, δημιουργήθηκε θεσμικό πλαίσιο προσέλκυσης του ξένου κεφαλαίου.

Τον Ιούλιο του 2007 άρχισε η μεταφορά όλων των υπηρεσιών του Χρηματιστηρίου Αθηνών στο νέο ιδιόκτητο κτήριο στη Λεωφόρο Αθηνών.

Περίοδος ανάπτυξης

Την περίοδο 1956-1973 η ελληνική οικονομία χαρακτηρίστηκε από νομισματική σταθερότητα, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αύξηση επενδύσεων, επέκταση υποδομών και αύξηση του εθνικού εισοδήματος. Ωστόσο, σε αυτά τα δύσκολα χρόνια, πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό μετανάστευσε σε άλλες χώρες. Ακόμα, το 1961 πραγματοποιήθηκε η σύνδεση της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση (τότε ΕΟΚ) ως πρώτο βήμα της πορείας ένταξής της σε αυτή, η οποία επετεύχθη μετά μια εικοσαετία και απετέλεσε το πλέον σημαντικό πολιτικό και οικονομικό γεγονός της μεταπολεμικής περιόδου, που πρόσδεσε το οικονομικό της μέλλον με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Τη δεκαετία του 1960 το Χ.Α. κινήθηκε θετικά, αν και με μικρό επενδυτικό κοινό και χαμηλή εμπορευσιμότητα μετοχών. Διαγράφηκε μια συνεχής πτώση, φθάνοντας στις 75 εισηγμένες το 1971. Ο αριθμός τους ανακάμπτει στη συνέχεια, 116 το 1980, αν και παραμένει σχετικά σταθερός έως το 1989. Η περίοδος από το 1973 έως το τέλος της δεκαετίας του 1980 σημαδεύτηκε από πετρελαϊκές κρίσεις, σοβαρά πολιτικά γεγονότα, προβλήματα στην οικονομία, ύφεση, υψηλό πληθωρισμό, στασιμοπληθωρισμό, υψηλά επιτόκια, υπερχρέωση επιχειρήσεων και επιβάρυνση του ισοζυγίου πληρωμών κάτω από τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Σημάδια ανάκαμψης, μείωσης του πληθωρισμού και του αρνητικού εξωτερικού ισοζυγίου ήλθαν κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1980, με την εφαρμογή σταθεροποιητικού προγράμματος.

Αναγνώριση και εξέλιξη

Από το 1990, σε συνδυασμό με μια συνεχή θεσμική του εξέλιξη σύμφωνα και με τις Κοινοτικές οδηγίες, ο ρόλος του Χ.Α. διευρύνθηκε και ενισχύθηκε, κάτω από τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, με την κινητικότητα κεφαλαίων και τις έντονες ανοδικές τάσεις οι οποίες ώθησαν την ελληνική κεφαλαιαγορά προς μια αναπτυξιακή πορεία, την παγκοσμιοποίηση των επιχειρήσεων, την ανάδειξη οργανωμένων επιχειρήσεων, αλλά και την πρόοδο στις τηλεπικοινωνίες και στην πληροφορική. Άρχισε να αναγνωρίζεται ευρέως η σημασία του με μια σταθερή άνοδο του αριθμού των εισηγμένων εταιρειών, που έφθασαν τις 145 το 1993 και τις 215 το 1995. Από τότε, το ελληνικό χρηματιστήριο αρχίζει να συνδέεται εντονότερα με τις εξωτερικές χρηματιστηριακές εξελίξεις, νέοι ημεδαποί και αλλοδαποί επενδυτές εισέρχονται στην αγορά και ο ημερήσιος τζίρος αυξάνεται ραγδαία. Μετεξελίχθηκε από το παραδοσιακό μικρής εμβέλειας σύστημα αντιφώνησης που απευθυνόταν σε λίγες εταιρείες και σε περιορισμένους επενδυτές, σε ένα χρηματιστήριο ηλεκτρονικής λειτουργίας των εργασιών του, με άυλους τίτλους, σε συνδυασμό με μια για πρώτη φορά οργανωμένη Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εποπτεύουσα αρχή της ρυθμιζόμενης αγοράς τίτλων. Κατά την ίδια περίοδο, η ελληνική οικονομία άρχισε να ξεφεύγει από τον μαζικό κρατικό έλεγχο και ένα μη ανταγωνιστικό τραπεζικό σύστημα. Το τελευταίο άρχισε να απελευθερώνεται, ιδιωτικοποιήθηκαν μεγάλες τράπεζες, μετοχοποιήθηκαν μεγάλες εταιρείες του Ελληνικού Δημοσίου και βοήθησαν στη διάδοση της μετοχικής ιδέας και της κατοχής μετοχών, φθάνοντας το Χρηματιστήριο Αθηνών να γίνει μαζικά γνωστό και να έχει περίπου 1,5 εκατ. επενδυτές. Όλη αυτή η μακρόχρονη προσπάθεια ενισχύθηκε και ήταν προσδεδεμένη στην πορεία της ελληνικής οικονομίας, η οποία ανέδειξε επενδυτικές ευκαιρίες και συντέλεσε στην ελκυστικότητα της ελληνικής κεφαλαιαγοράς. Η δεκαετία του 1990, λίγα χρόνια μετά το προβληματικό ξεκίνημά της, χαρακτηρίστηκε από σημαντικά θετικά οικονομικά γεγονότα, μεγάλη μείωση του πληθωρισμού και των επιτοκίων, των εξωτερικών ανισορροπιών, του δημόσιου χρέους, ως ποσοστού του εισοδήματος, σφύζουσα οικονομική δραστηριότητα, θετικές προσδοκίες των επερχόμενων Ολυμπιακών Αγώνων το 2004 και είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση που έλυσε το πρόβλημα της νομισματικής σταθερότητας (2002). Επήλθε ραγδαία η αύξηση των εισηγμένων εταιρειών, το 2000 έφθασαν τις 342 σε πολλούς οικονομικούς κλάδους, με έναν μεγάλο αριθμό υποψηφίων προς ένταξη εταιρειών, καθώς η χώρα φαινόταν να αποκτά μια διαφορετική οικονομική φυσιογνωμία.

Στις ώριμες αγορές

Περαιτέρω, η ελληνική ρυθμιζόμενη κεφαλαιαγορά συμπληρώθηκε το 1998 με τη λειτουργία της αγοράς παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Όλα αυτά συνετέλεσαν ώστε μετά από 125 χρόνια λειτουργίας της (το 2001), η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά να μεταπηδήσει στις ώριμες αγορές του πλανήτη, από τις αναδυόμενες που ανήκε έως τότε. Ωστόσο, υπήρξαν και προβλήματα σε αυτήν την πορεία, αφού η χρηματιστηριακή ιδέα δεν είχε μάλλον ωριμάσει για τους συντελεστές της αγοράς. Καθώς οι τιμές των μετοχών είχαν σωρευτικά υπεραυξηθεί, έλαβε χώρα μεγάλη διόρθωση από το 1999 έως το 2003, η οποία ενισχύθηκε από το γεγονός ότι, παράλληλα, πτωτικά κινήθηκε το σύνολο σχεδόν των αναδυόμενων αλλά και αρκετών ώριμων αγορών - στις τελευταίες υποκινήθηκε από τη σημαντική πτώση των μετοχών υψηλής τεχνολογίας. Όμως, στην Ελλάδα, ο μαζικός αριθμός των νέων επενδυτών συνέτεινε ώστε η επίδραση αυτή να είναι ισχυρότερη και πιο αισθητή ψυχολογικά. Ξεκάθαρα, ήταν και παραμένει αναγκαία μια συνεχής επαγρύπνηση αλλά και μια συνεχής δέσμευση των φορέων της αγοράς, σε καλές πρακτικές με προεξάρχουσα την υιοθέτηση των αρχών της εταιρικής διακυβέρνησης και της κοινωνικής ευθύνης. Δυστυχώς, όμως, επακολούθησαν νέα μη επιθυμητά γεγονότα στην ελληνική οικονομία, λίγα χρόνια μετά την ωρίμανση της αγοράς, από το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 2000, με την κακή πορεία της οικονομίας, την αδυναμία εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, με δυσμενέστατες συνέπειες για τη χώρα, την οικονομία και την κοινωνία και τη μακρόχρονη προσπάθεια ανασυγκρότησης της οικονομίας. Αυτά, σε συνδυασμό με τη νέα διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, ανέτρεψαν τα πλάνα της περαιτέρω ανάπτυξης του Χ.Α.

Παράλληλα με την οικονομία

Μέχρι το 2004 ο αριθμός των εισηγμένων αυξήθηκε στις 360 και έκτοτε ξεκίνησε μια συνεχής πτωτική πορεία, παράλληλα με την πορεία της οικονομίας. Σήμερα, καταγράφονται στο Χ.Α. 159 εισηγμένες εταιρείες κανονικής και εναλλακτικής αγοράς. Περιορίστηκε σημαντικά ο αριθμός των ενεργών επενδυτών, δεν προχώρησε η επιδιωκόμενη περιφερειοποίηση του Χ.Α. στην ευρύτερη περιοχή, αντί αυτού επήλθαν σημαντική μείωση του ημερησίου τζίρου του, η διεθνής μετάταξή του εκ νέου στις αναδυόμενες αγορές (2013), αλλά και η περιθωριοποίησή του, καθώς ένας πολύ μεγάλος αριθμός εταιρειών το εγκατέλειψε. Ορισμένες, μεγάλες από αυτές, ιστορικές βιομηχανίες, και άλλες θυγατρικές πολυεθνικών με ισχυρή ανάπτυξη, κατευθύνθηκαν σε ώριμα χρηματιστήρια. Ελάχιστες εταιρείες έχουν εισέλθει στο Χ.Α. από τότε, ενώ από τις ήδη εισηγμένες πολύ λίγες είναι υψηλής κεφαλαιοποίησης. Μαζί με αυτά, η κεφαλαιοποίηση του Χ.Α. μειώθηκε δραματικά, ενώ η χαμηλή ρευστότητά του επέφερε ένα υψηλό κόστος μη επιθυμητής μεταβολής των τιμών κατά τη διενέργεια των πράξεων, επηρεάζοντας αντίστροφα την επενδυτική εμπιστοσύνη. Ταυτόχρονα, ορισμένες γειτονικές χρηματιστηριακές αγορές αναπτύχθηκαν ραγδαία και υπερκέρασαν το Χρηματιστήριο Αθηνών. Τώρα το Χρηματιστήριο Αθηνών επιδιώκει, μαζί με την προσδοκώμενη πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, να επαυξήσει την ημερήσια ρευστότητά του ώστε να καταστεί πιο ωφέλιμο.

Ενίσχυση του ρόλου του

Ωστόσο, κάποιος δεν θα πρέπει μάλλον να παρακολουθεί απλώς μια γραμμική πορεία, αλλά να φροντίζει να βρίσκει τρόπους να ενισχύει τον ρόλο του ακόμα και κάτω από δύσκολες συνθήκες. Πρώτη προτεραιότητα του Χ.Α. πρέπει να παραμένει η παροχή δυνατότητας χρηματοδότησης των επιχειρήσεων κάτω από κάθε συνθήκη. Με την έννοια αυτή το Χ.Α. απώλεσε την ευκαιρία, μετά την ωρίμανσή του κατά τη δεκαετία του 2000, κάτω από τις ενοποιούμενες ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές, με δεδομένη την τότε ελκυστικότητά του, να ενσωματωθεί σε μια από τις μεγάλες ρυθμιζόμενες ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές, όπως είναι τo Deutsche Börse, το Euronext και το London Stock Exchange. Έτσι έπραξαν η Πορτογαλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και άλλες μικρές και μεγάλες (Ιταλία) κεφαλαιαγορές. Αυτό θα καθιστούσε την ελληνική κεφαλαιαγορά με υψηλότερη ρευστότητα για τις καλές εταιρείες, θα ενισχυόταν η επενδυτική εμπιστοσύνη, θα αναπτυσσόταν η αγορά γενικώς σε όλους τους συντελεστές της και βεβαίως η απασχόληση, ενώ στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, θα είχαν βοηθηθεί περισσότερο οι ελλαδικές επιχειρήσεις. Επίσης, το Χρηματιστήριο Αθηνών θα μπορούσε τότε, μαζί με την ενσωμάτωσή του σε μια μεγάλη αγορά, να διαπραγματευτεί και να επιτύχει έναν κεντρικό ρόλο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη - Νοτιοανατολική Μεσόγειο στην είσοδο επιχειρήσεων στο μεγάλο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο, να καταστεί δηλαδή η «πύλη εισόδου» εταιρειών της περιοχής.

Υλοποιήσιμος στόχος

Με δεδομένη λοιπόν την έως τώρα εμπειρία, η ένταξη του Χρηματιστηρίου Αθηνών σε μεγάλη αγορά, μαζί με την ανάληψη ρόλου στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, αξίζει να υιοθετηθεί ως υλοποιήσιμος στόχος της διοίκησης του χρηματιστηρίου. Ταυτόχρονα, το Χ.Α. μέχρι σήμερα είναι μια χρηματιστηριακή αγορά κατά το ήμισυ, καθώς στην πράξη στερείται της διαπραγμάτευσης ελληνικών κρατικών ομολόγων τα οποία διαπραγματεύονται εκτός κύκλου. Είναι χρήσιμο και αναγκαίο να αναπτυχθεί ουσιαστικά και αυτή η αγορά εντός του Χρηματιστηρίου Αθηνών, καθώς θα το αναπτύξει και περαιτέρω, θα προσθέσει δραστηριότητες σε όλους τους συντελεστές του. Ακόμα, αξίζει να σημειωθεί ότι η μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας οδήγησε τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη μείζονα απόφαση, τα μακροπρόθεσμα κεφάλαια των επιχειρήσεων να αντλούνται πρωτίστως από την άμεση κεφαλαιαγορά αντί της τραπεζικής, για λόγους ελέγχου και σταθερότητας του οικονομικού συστήματος. Η ελληνική οικονομία οφείλει να πορευτεί σε κάθε επίπεδο προς αυτή την κατεύθυνση. Εύλογα, σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος της ρυθμιζόμενης ελληνικής κεφαλαιαγοράς αναδεικνύεται ως υπέρτατης σημασίας στα χρόνια που έρχονται, στην πορεία της οικονομίας αλλά και στους οικονομικούς ερευνητές του μέλλοντος. Κλείνοντας, ευχή μας είναι η «Ναυτεμπορική» να συνεχίσει το χρήσιμο λειτούργημά της καταγράφοντας και αναλύοντας τα γεγονότα των αγορών, πληροφορώντας αξιόπιστα το αναγνωστικό κοινό.

Χρησιμοποιήστε τα πλήκτρα ← → για να πλοηγηθείτε