Με την τεχνολογία να έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια, η έκφραση ρομαντικών συναισθημάτων φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματική όταν γίνεται μέσω γραπτών μηνυμάτων, σε σύγκριση με τις τηλεφωνικές κλήσεις, όπως τουλάχιστον υποστηρίζουν ερευνητές από το πανεπιστήμιο της Ιντιάνα.
Σύμφωνα με τους ίδιους, εφόσον κάποιος θέλει να προτείνει μια ρομαντική έξοδο στο πρόσωπο που τον ενδιαφέρει, έχει περισσότερες πιθανότητες να κανονίσει το πολυπόθητο ραντεβού αν κάνει την πρόταση γραπτώς.
Η έρευνα, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Computers in Human Behaviour», επισημαίνει ότι οι νεότερες γενιές είναι περισσότερο εξοικειωμένες με τα κινητά τηλέφωνα και νιώθουν πιο άνετα να επικοινωνούν μέσω μηνυμάτων.
Οι καθηγητές Άλαν Ντένις και Τέιλορ Ουέλς εξέτασαν τα γραπτά και φωνητικά μηνύματα που αντάλλαξαν 72 φοιτητές, διαπιστώνοντας ότι όσοι επέλεξαν να… μιλήσουν μέσω κειμένων, χρησιμοποιούσαν λέξεις που προκαλούν πιο έντονα συναισθήματα.
Επιπλέον, χρησιμοποιώντας αισθητήρες στο πρόσωπο και το σώμα των συμμετεχόντων, οι ερευνητές θέλησαν να εξετάσουν, μέσω των κινήσεων των μυών, πότε δημιουργούνται περισσότερα θετικά ή αρνητικά συναισθήματα. Όπως εξηγούν, ένα προσεκτικά γραμμένο μήνυμα προσφέρει συγκριτικά πλεονεκτήματα, καθώς, εκτός των άλλων, προκαλεί περισσότερες σκέψεις, διεγείροντας το μυαλό.
«Όταν γράφετε ρομαντικά μηνύματα, συνειδητά ή ασυνείδητα προσθέτετε στοιχεία που “χρωματίζουν” και κάνουν πιο χαρούμενο το κείμενο, για να αντισταθμιστεί η αδυναμία μεταφοράς συναισθημάτων μέσω της φωνής», διευκρινίζουν οι ερευνητές, σύμφωνα με την Telegraph.
Παράλληλα, σημειώνουν ότι πριν κανείς πατήσει «αποστολή», έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει αρκετές φορές το περιεχόμενο του μηνύματος, μέχρι να το διαμορφώσει όπως ακριβώς επιθυμεί, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί σε μία τηλεφωνική επικοινωνία ή σε ένα φωνητικό μήνυμα.
Πάντως, όπως εξηγεί ο κ. Ντένις, αν το περιεχόμενο ενός μηνύματος δεν είναι σαφές, μία τηλεφωνική συνομιλία ή και μία συνάντηση κάνουν τα πράγματα πιο ξεκάθαρα.
Η μελέτη έρχεται σε «σύγκρουση» με προηγούμενες έρευνες, οι οποίες διαπίστωναν ότι η μεταφορά συναισθημάτων μέσω γραπτών μηνυμάτων δεν κρίνεται αποτελεσματική, σε σύγκριση με την τηλεφωνική επικοινωνία και την επικοινωνία πρόσωπο με πρόσωπο.