Ο αριθμός των ειδών σπονδυλωτών οργανισμών όπως ψάρια, αμφίβια, ερπετά, πτηνά και θηλαστικά ποικίλει ιδιαίτερα και αυτό ενδεχόμενως οφείλεται στη φύση των βιοτόπων τους.
Για παράδειγμα, υπάρχουν περίπου 10.000 είδη πτηνών και 9.700 είδη σαυρών και φιδιών, αλλά μόνο 25 είδη κροκοδειλιδών.
Νέα έρευνα του εξελικτικού βιολόγου Τζον Γουίνς από το Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα δείχνει ότι τα ποσοστά διαφοροποίησης των χερσαίων ομάδων είναι πολύ υψηλότερα από ό,τι των υδροβίων.
Ο βιότοπος είναι πιθανό να αποτελεί την πιο σημαντική μεταβλητή για την εξήγηση της πληθώρας ειδών και όχι άλλοι παράγοντες, όπως το κλίμα ή ο μεταβολικός ρυθμός.
«Ήθελα να καταλάβω γιατί αυτές οι διαφορετικές ομάδες ποικίλουν σε αριθμό ειδών», δήλωσε ο Γουίνς, καθηγητής στο Τμήμα Οικολογίας και Εξελικτικής Βιολογίας.
«Ανακάλυψα ότι κατά κανόνα υπάρχει μια απλή εξήγηση, ότι οι ομάδες που ζουν στην ξηρά πολλαπλασιάζονται ταχύτερα από ό,τι εκείνες στο νερό».
Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, η ομάδα του Γουίνς υπολόγισε τα καθαρά ποσοστά διαφοροποίησης για 12 μεγάλες ομάδες σπονδυλωτών. Το καθαρό ποσοστό διαφοροποίησης είναι ο αριθμός των ειδών σε μια ομάδα διαιρούμενος με την ηλικία του.
Χρησιμοποιώντας αυτή την προσέγγιση, ο Γουίνς ήταν σε θέση να συγκρίνει πόσο γρήγορα πολλαπλασιάζονται τα είδη μέσα σε κάθε κλάδο.
Για παράδειγμα ένας κλάδος με υψηλό καθαρό ποσοστό διαφοροποίησης είναι τα πουλιά, τα οποία, σε μια χρονική κλίμακα των εκατοντάδων εκατομμυρίων ετών, είναι μια σχετικά νέα ομάδα.
Αντιθέτως, οι καρχαρίες και τα σαλάχια έχουν μικρότερο αριθμό ειδών και είναι μια πολύ παλαιότερη ομάδα, συνεπώς έχουν χαμηλότερο ποσοστό.
Ο Γουίνς πιστεύει επίσης ότι το φαινόμενο μπορεί να σχετίζεται με υψηλότερα ποσοστά εξαφάνισης των σπονδυλωτών τόσο στον ωκεανό όσο και σε γλυκό νερό.
Για παράδειγμα, η αύξηση της οξύτητας των ωκεανών μπορεί να καταστρέψει πολλά είδη θαλάσσιων οργανισμών.
Αντιθέτως, ένα ζώο στην ξηρά αντιμέτωπο με ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να έχει τη δυνατότητα να μεταναστεύσει αλλού.
Επίσης τα υδάτινα σώματα όπως οι λίμνες και τα ποτάμια είναι συχνά γεωγραφικά απομονωμένα, περιορίζοντας τον πολλαπλασιασμό των ειδών.