Οι δεξαμενές χαλκού δίνουν στο ουίσκι την παραδοσιακή γεύση και το άρωμά του, αλλά σωματίδια του τοξικού μετάλλου διαρρέουν στο προϊόν και παρουσιάζουν κίνδυνο για το περιβάλλον. Μια νέα μέθοδος Σκωτσέζων ερευνητών επιτρέπει τώρα στα αποστακτήρια να αφαιρούν αποτελεσματικά τα απόβλητα χαλκού και να τα εκμεταλλεύονται εμπορικά.
Η μέθοδος, η οποία αναπτύχθηκε από ομάδα του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου σε συνεργασία με μία παραγωγό εταιρεία, χρησιμοποιεί βακτήρια για τη δέσμευση διαλυτών τοξικών ιόντων χαλκού από τα παραπροϊόντα του ουίσκι και τα μετατρέπουν σε άκακα νανοσωματίδια που μπορούν να πωληθούν στη βιομηχανία για την παραγωγή αντιμικροβιακών προϊόντων και καταλυτών.
«Τα παραπροϊόντα του ουίσκι πρέπει να απορρίπτονται με ασφάλεια επειδή περιέχουν υψηλά επίπεδα χαλκού που είναι τοξικά για τους ζωντανούς οργανισμούς», εξήγησε ο Νικόλαος Παντίδος, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
«Υπάρχουν τρόποι αφαίρεσης του χαλκού, αλλά η βιομηχανία πάντα ψάχνει για εναλλακτικές λύσεις και πράσινους τρόπους βιοαποκατάστασης», πρόσθεσε.
Οι υπάρχουσες μέθοδοι περιλαμβάνουν ηλεκτρόλυση ή διήθηση με φίλτρο μεμβράνης, ωστόσο είναι μάλλον δαπανηρές και μη πρακτικές.
Τα βακτήρια που χρησιμοποιεί η ομάδα των ερευνητών είναι σε θέση να επιβιώνουν υψηλά επίπεδα τοξικών ιόντων χαλκού μέσα σε διαλύματα. Σύμφωνα με τον Παντίδο, ένα μεγάλο αποστακτήριο θα μπορεί να παράγει έως και ένα κιλό νανοσωματιδίων χαλκού την ημέρα, τα οποία θα μπορούν να πωληθούν στην αγορά για περισσότερα από 7.000 ευρώ.
Οι χάλκινοι άμβυκες των αποστακτηρίων, που αποτελούν την πηγή του τοξικού χαλκού στα παραπροϊόντα, δεν μπορούν να αντικατασταθούν στην παραγωγή ουίσκι καθώς πρόκειται για ένα βασικό κομμάτι της παραδοσιακής διαδικασίας παραγωγής, η οποία προστατεύεται για να δίνει στο ποτό το τυπικό χρώμα, τη γεύση και την οσμή του.
Κατά τη διάρκεια της απόσταξης, τα σωματίδια του χαλκού απελευθερώνονται από τα τοιχώματα και συνδέονται με ενώσεις θείου, εμποδίζοντάς τις από το να ενώνονται με την αλκοόλη και προστατεύοντας τη γεύση του ποτού από το δύσοσμο θείο.