O ρόλος του πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Κύπρο του 1974 και η στάση του τότε έλληνα πρωθυπουργού Κωνσταντινου Καραμανλή καταγράφονται μεταξύ άλλων σε εμπιστευτικά έγγραφα του Foreign Office που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα, όπως συνηθίζεται μετά την παρέλευση τριάντα ετών.
Σε μακρά έκθεση για τη βρετανική πολιτική κατά την κρίση στην Κύπρο, γραμμένη περί το τέλος Σεπτεμβρίου του 1974, ο υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Κάλαχαν, σημειώνει ότι πρώτη έγνοια του αμερικανού ομολόγου του ήταν να ικανοποιηθεί η Τουρκία. Ο Κάλαχαν αναφέρει ότι σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού υπήρχαν αμφιβολίες για το βαθμό μέχρι του οποίου θα ήσαν πρόθυμοι οι Αμερικανοί να ασκήσουν τις πιέσεις που μπορούσαν να ασκήσουν για να αποτρέψουν τους Τούρκους από μια επιδρομική ενέργεια.
Οι ίδιοι οι Τούρκοι, αναφέρεται στην έκθεση Κάλαχαν, είχαν από ενωρίς καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αμερικανική πίεση ήταν απλώς μια χάρτινη τίγρη. «Δεν ήμουν και τόσο πρόθυμος να αμφιβάλλω για τις διαβεβαιώσεις που αυτοί μου έδιναν. Τα ίδια τα γεγονότα κατέδειξαν ότι ο Δρ Κίσινγκερ νοιαζόταν περισσότερο να έχει εξασφαλισμένη την καλή θέληση της Τουρκίας για να αποτελεί προπύργιο μεταξύ της Σοβιετικής Ενωσης και των αραβικών κρατών», σημειώνεται.
Ο Κάλαχαν σημειώνει ότι θα ήταν πρόθυμος να συνεχίσει την προσπάθεια για εξομάλυνση της κατάστασης στην Κύπρο και για εξεύρεση λύσης στα πλαίσια μιας νέας διάσκεψης, νοουμένου ότι θα είχε την υποστήριξη των ΗΠΑ. Γι αυτό, όπως γράφει, έστειλε δυο διπλωμάτες στην Ουάσιγκτον αλλά ο Δρ Κίσινγκερ «ήταν απρόθυμος να δώσει την ολόψυχη υποστήριξη που ζητούσα».
Στην ίδια έκθεση, ο Κάλαχαν αναφέρει ότι ο τότε έλληνας υπουργός Εξωτερικών, Γεώργιος Μαύρος, απειλούσε να αποχωρήσει από τη Διάσκεψη της Γενεύης και επικρίνει έντονα τον τότε τούρκο υπουργό Εξωτερικών, Γκιουνές, για τον ανεύθυνο και ελαφρό, όπως αναφέρει, τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε την αποστολή του.
Στο ίδιο έγγραφο, όμως, ο Κάλαχαν αποδέχεται ουσιαστικά τους ισχυρισμούς της τουρκικής πλευράς ότι ο Μακάριος ακολουθούσε πολιτική «στέρησης της τουρκικής κοινότητας από βασικά ανθρώπινα δικαιώματα».
Από τα τέλη του 1974 και σε όλο το 1975 η Βρετανία παρουσιαζόταν ως υπέρμαχος των συνομιλιών Κληρίδη - Ντενκτάς και με επανειλημμένες εκκλήσεις στην Αγκυρα να φανεί διαλλακτική. Αυτό, όμως, δεν την εμπόδισε να επιτρέψει τη μεταφορά, τον Ιανουάριο του 1975, 8.000 περίπου Τουρκοκυπρίων από τη βάση του Ακρωτηρίου στην Τουρκία για να μετακομισθούν από εκεί στα κατεχόμενα, ενώ, με γνώση της βρετανικής πλευράς, συζητούντο, μεταξύ Κληρίδη και Ντενκτάς προτάσεις για ανταποδοτική ενέργεια της τουρκικής πλευράς.
Επίσης, σπασμωδική ήταν η αντίδραση του Λονδίνου στην ανακήρυξη, στις 13 Φεβρουαρίου 1975, του «τουρκικού ομοσπόνδου κράτους της Κύπρου (Turkish Federated State of Cyprus)» και χωρίς δυσκολία προθυμοποιήθηκε η Βρετανία να πωλήσει η ίδια ή μαζί με τη Γαλλία και τη Γερμανία, οπλισμό στην Τουρκία για αναπλήρωση του κενού που είχε δημιουργηθεί σαν αποτέλεσμα του εμπάργκο όπλων που επέβαλε το αμερικανικό Κογκρέσο στις 5 Φεβρουαρίου το 1975.
Σε άλλο έγγραφο και συγκεκριμένα στην ετήσια έκθεσή του προς το Foreign Office ο βρετανός πρέσβης στην Αθήνα Σερ Μπρουκς Ρίτσαρντς, τονίζει ότι ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής «βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί, καθώς έχει να αντιμετωπίσει τις ανατρεπτικές κινήσεις των φιλοχουντικών στρατιωτικών και το αίτημα του κόσμου για άμεση και ριζική αποχουντοποίηση στις ένοπλες δυνάμεις».
Ο βρετανός πρέσβης αναφέρεται για την πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Καραμανλή να προχωρήσει σε θεσμικές αλλαγές στο σύνταγμα, και σημειώνει ότι η συζήτηση στη Βουλή για το νέο σύνταγμα έδειξε ότι η πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα βασίζεται στον Καραμανλή και μόνο, και προσθέτει: «Από τη δική μας, τη βρετανική πλευρά, και από την πλευρά της Δύσης, το συμφέρον μας είναι η διατήρηση στην εξουσία της σημερινής κυβέρνησης Καραμανλή, καθώς και των πολιτικών συσχετισμών».
Η έγκαιρη πρόληψη πραξικοπηματικής κίνησης φιλοχουντικών αξιωματικών απασχολεί εμπιστευτικές αναφορές των βρετανών διπλωματών στην Αθήνα. Διερωτώνται για την πραγματική ένταση αυτής της κίνησης, έχουν πληροφορίες οτι οι 35 συλληφθέντες αξιωματικοί είναι στην πλειονότητά τους χαμηλόβαθμοι, περιλαμβάνονται όμως ο στρατηγός Παπαδάκης και ένας ταξίαρχος, και επρόκειτο να δράσουν την Κυριακή 2 Μαρτίου. Οι βρετανοί διπλωμάτες εκτιμούν ότι το επεισόδιο αυτό πυροδότησε επικρίσεις προς το πρόσωπο του υπουργού Αμυνας Ευάγγελου Αβέρωφ.
«Η αντιπολίτευση, γράφει ο βρετανός πρέσβης, βρήκε την ευκαιρία να κατηγορήσει τον υπουργό Αμυνας ότι παρεμποδίζει την αποχουντοποίηση στις ένοπλες δυνάμεις». Ο Ε. Αβέρωφ δέχεται επικρίσεις και από τους εσωκομματικούς αντιπάλους του.
Το Δεκέμβριο του 1975 δολοφονείται ο σταθμάρχης της CIA στην Αθήνα Ρίτσαρντ Γουέλς. Εμπιστευτικά έγγραφα σχετικά με αυτό το γεγονός αποκαλύπτουν ότι οι ελληνικές αρχές είχαν ζητήσει τη συνδρομή της Σκότλαντ Γιάρντ στις έρευνες για τους δολοφόνους του Γουέλς, χωρίς να αναφέρουν αν αυτή η συνεργασία υλοποιήθηκε. Οι βρετανοί διπλωμάτες εκφράζονται με απογοήτευση, γιατί όπως υποστηρίζουν, η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού Τύπου αντιμετώπισε με απάθεια τη δολοφονία του Γουέλς.
Τον Οκτώβριο του 1975 ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στο Λονδίνο, συνοδευόμενος από τον υπουργό των εξωτερικών Δ.Μπίτσιο και το διευθυντή του διπλωματικού του γραφείου Πέτρο Μολυβιάτη. Οι βρετανοί διπλωμάτες αναφέρουν στις εκθέσεις τους ότι η βασική επιδίωξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στις συνομιλίες του στην Downing Street με το βρετανό ομόλογό του Χαρολντ Ουίλσον ήταν να εξασφαλίσει τη βρετανική υποστήριξη στην αίτηση της Ελλάδας για πλήρη ένταξη στην Ευρωπαϊκή κοινότητα, και υπογραμμίζουν ότι ο Κ.Καραμανλής ενδιαφερόταν αποκλειστικά για τα πολιτικά οφέλη από την ευρωπαϊκή ένταξη.
Στην επίσκεψη αυτή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συζήτησε και το Κυπριακό καθώς και την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με τα εμπιστευτικά βρετανικά έγγραφα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είπε στο βρετανό ομόλογο του ότι όταν έγινε η δεύτερη φάση της τούρκικης εισβολής στην Κύπρο, ο Αττίλας 2, βρέθηκε μπροστά σε τρείς επιλογές. Να παραιτηθεί, να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία, όπως ήθελαν οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, ή να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ, και κατέληξε, είπε ο έλληνας πρωθυπουργός, στη λιγότερο ανεπανόρθωτη επιλογή.
Τα πρακτικά για τις συνομιλίες του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Downing Street, περιλαμβάνουν αποκαλυπτικές λεπτομέρειες που έδωσε ο βρετανός υπουργός των εξωτερικών Τζέιμς Κάλαγχαν, για να διευκρινίσει τη βρετανική θέση, όπως είπε στον έλληνα πρωθυπουργό. Την Παρασκευή, παραμονή της εισβολής, οι Τούρκοι μας διαβεβαίωναν ότι δεν είχαν πρόθεση να εισβάλουν στην Κύπρο, και δεν έχει καμία βάση ο ισχυρισμός του Ετσεβίτ ότι η Βρετανία είχε ενημερωθεί για την επικείμενη τουρκική εισβολή και δεν έφερε αντίρρηση.
Ο βρετανός υπουργός των εξωτερικών ανέφερε επίσης στον Κ.Καραμανλή ότι την ημέρα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο ζήτησε από τον έλληνα επιτετραμμένο στο Λονδίνο να έλθουν έλληνες υπουργοί στο Λονδίνο, αλλά η απάντηση των Ελλήνων ήταν ότι αν δεν αποχωρούσαν τα τουρκικά στρατεύματα από την Κύπρο, θα κηρύξουν πόλεμο με την Τουρκία και την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Κατι τέτοιο, είπε ο Τζέιμς Κάλαγχαν, θα ήταν καταστροφή και τραγωδία για την Ελλάδα και επαίνεσε την πολιτική που ακολούθησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Πηγή ΑΠΕ