Από την έντυπη έκδοση
Του Κώστα Ιωαννίδη
[email protected]
Εκείνοι που κυβερνούν μάλλον επιθυμούν να υφίσταται ένα κλίμα οξύτητας διά των συνθημάτων, ώστε να παραμένουν κοφτερές οι αιχμές των αντιθέσεων μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Οι αναλυτές της πολιτικής κατάστασης έχουν κουραστεί πια να προβλέπουν πίσω από τις δηλώσεις. Αφού μια ευθεία ερμηνεία τους δεν είναι επιτρεπτή.
Καθώς επίσημα χείλη εκτοξεύουν αντικρουόμενες απόψεις, αναδεικνύοντας ως το καλύτερο συμπέρασμα τη μηδενική ορατότητα. Το όπλο της χρησιμοποίησης του όρου «τρόικα εσωτερικού» από τους κυβερνώντες είναι μια ένδειξη της πραγματικότητας που κρύβεται πίσω από τα μεγάλα λόγια της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης σχετικά με την αναγνώριση της ανάγκης για εθνική συνεννόηση.
Η πραγματικότητα λοιπόν είναι ότι μπορεί να έχουν γίνει βήματα στη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές, αλλά δεν υπάρχουν, καν, στη διαπραγμάτευση των πολιτικών δυνάμεων στο εσωτερικό. Ωστόσο, υφίστανται ζέοντα εθνικά ζητήματα, που η συγκυρία ζητεί να απαντήσουν οι πολιτικοί από κοινού. Με ανεύρεση του ελάχιστου κοινά αποδεκτού προγράμματος για την έξοδο της χώρας από την ύφεση, για την επιστροφή στην ανάπτυξη, για την εξυγίανση των δομών που κατασπάραξαν και εξακολουθούν να αδυνατίζουν το ταμείο της χώρας, για τις αλλαγές σε βάθος στην Παιδεία και την Υγεία.Και αυτή η κυβέρνηση κατάφερε, σε μικρό σχετικά διάστημα, να φέρει τον τρόμο του αγνώστου για το αύριο στον νου των πολιτών.
Οταν ίσχυε ευθέως το μνημόνιο, ήξεραν πως σε κάθε επίσκεψη των ελεγκτών κρινόταν η σχέση της οικονομίας με τη ζωή στο ευρώ. Η ανησυχία μεγάλωνε σε σημείο αποτύπωσής της στην καταναλωτική δραστηριότητα. Ετσι, όταν έφευγαν, έχοντας «ολοκληρώσει» την αξιολόγηση, η ανακούφιση που επικρατούσε ήταν επίσης ορατή. Τώρα οι πολίτες έγιναν και οπλίτες που συμμετέχουν στον πόλεμο που δέχεται χώρα από «έξω» και από «μέσα». Εκείνοι όμως ξέρουν πως μπορεί η τρόικα να έγινε «θεσμοί» και οι έλεγχοι να γίνονται στις Βρυξέλλες, αλλά παράλληλα η εσωτερική δραστηριότητα επιστρέφει στον μαρασμό.
Δεν είναι λοιπόν τα λόγια εκείνων που αντιμάχονται τη διαπραγματευτική γραμμή της κυβέρνησης, αλλά τα έργα της, που δεν προκάλεσαν τη διάθεση για ανεβασμένη οικονομική δραστηριότητα. Το διάστημα των 100 ημερών δεν ορίστηκε γιατί ο αριθμός είναι στρογγυλός. Οι στατιστικές στις σύγχρονες κοινωνίες το έχουν ορίσει ως την περίοδο που μπορεί μια νέα κυβέρνηση να γράψει άνετα πολλά χιλιόμετρα στο νομοθετικό της έργο. Χάθηκε αυτό το πλεονέκτημα, όπως χάθηκε και η ευκαιρία να λειτουργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ διαφορετικά από τους προηγούμενους στην υπόθεση της διαχείρισης των διαπραγματεύσεων. Ανέλαβαν μόνοι και με τη μυστικότητα που εκείνοι επέλεξαν να τις καλύψει, με την από σπόντα δικαιολογία ότι κάποιοι από τους «άλλους» είναι «τρόικα εσωτερικού». Πήγε πάλι περίπατο η ανεύρεση του ελάχιστου κοινά αποδεκτού προγράμματος και το ρίξαμε στο «τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι» για να ανοίξει η κάνουλα των δανεικών ευρώ.