Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 28 τοις εκατό ως το 2025, σε σχέση με τα επίπεδα του 2005, δήλωσε η κυβέρνηση Ομπάμα την Τρίτη περιγράφοντας τις θέσεις της χώρας ενόψει της διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή που θα λάβει χώρα στο Παρίσι τον ερχόμενο Νοέμβριο.
Μετά την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Μεξικό και την Ελβετία, οι ΗΠΑ αποτελούν μία από τις λίγες χώρες που έχουν υποβάλει τα σχέδιά τους πριν από την άτυπη προθεσμία του ΟΗΕ. Σε αντίθεση με την πρόταση της ΕΕ, η κυβέρνηση Ομπάμα δεν περιγράφει λεπτομερώς τα βήματα που προτίθεται να λάβει, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος.
Μεταξύ των μέτρων που οι ΗΠΑ προτίθενται να λάβουν είναι όρια ρύπανσης για τους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αυστηρότερα όρια εκπομπών στις μεταφορές, αυστηρότερες απαιτήσεις για την ενεργειακή απόδοση των συσκευών και σχέδια για τη μείωση των εκπομπών μεθανίου από τον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
Ωστόσο οι προσπάθειες αυτές είναι εξαιρετικά πιθανό να αντιμετωπίσουν ισχυρότατες αντιδράσεις από τη ρεπουμπλικανική πλειοψηφία του Κογκρέσου, καθώς και από διάφορες ομάδες της βιομηχανίας.
Από τον Ιανουάριο του 2009, όταν και ανέλαβε καθήκοντα η κυβέρνηση Ομπάμα, ο ρυθμός μείωσης των εκπομπών άνθρακα των ΗΠΑ έχει διπλασιαστεί. Νωρίς στην προεδρία του, ο Ομπάμα δεσμεύτηκε να μειώσει τις αμερικανικές εκπομπές κατά 17 τοις εκατό μέχρι το 2020. Ο νέος στόχος του για το 2025 είναι αυτή η μείωση να αγγίξει το 26 ή και 28 τοις εκατό, αν και τα σχέδια αυτά μπορούν να ανατραπούν από τη νέα κυβέρνηση που θα αναλάβει το 2017.
Επιδιώκοντας να αναλάβουν ηγετικό ρόλο εν όψει των συνομιλιών στο Παρίσι, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι τόνισαν ότι οι χώρες που παράγουν το 60 τοις εκατό των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έχουν ήδη δεσμευτεί να μειώσουν ή να επιβραδύνουν το ρυθμό των εκπομπών αυτών.
Ωστόσο, μεγάλοι ρυπαντές, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας, της Βραζιλίας, του Καναδά και της Ιαπωνίας, δεν έχουν ακόμη ανακοινώσει τα σχέδιά τους, γεγονός που μπορεί να δυσχεράνει τη διαδικασία της επίτευξης συμφωνίας πριν από τις συνομιλίες του Παρισιού.