Με το βιβλίο της «Ο χρόνος είναι γρήγορος…», που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Φερενίκη, η Μαίρη Αγαθοκλή ανοίγει την πόρτα και τα παράθυρα της ζωής της, και απλόχερα, φιλόξενα, κερνά τον αναγνώστη αναμνήσεις της πασπαλισμένες ενίοτε με χιούμορ, αλλά πάντα με ευαισθησία περισσή.
Αναμνήσεις γεμάτες περιηγήσεις και συμβάντα, συναντήσεις πότε αναπάντεχες και πότε προγραμματισμένες, με συχνά απρόοπτες εξελίξεις, που ξετυλίγονται σε περισσότερα από 50 έτη, με φόντο άλλοτε την Ελλάδα - Ρόδο, Ιθάκη, Αθήνα, Πορταριά Πηλίου, Κέρκυρα, άλλοτε το Κάιρο, τις Βρυξέλλες, το Λονδίνο, την Πράγα.
Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από την ποιητική συλλογή «Προσανατολισμοί» του Οδυσσέα Ελύτη.
Ανάμεσα σε στιγμές οικογενειακές, η γνωριμία με την πριγκίπισσα Νταϊάνα, η συνάντηση με το βασιλικό ζεύγος της Ισπανίας, η άρρηκτη φιλία με τον Οδυσσέα Ελύτη - ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από την ποιητική του συλλογή «Προσανατολισμοί», η πρώτη της συνέντευξη, στα δώδεκα χρόνια της, με τον ηθοποιό Κουρτ Γιούργκενς. Στο πλάι πλανόδιων μικροπωλητών - βιοπαλαιστών που κέρδισαν καθένας μια ιδιαίτερη σελίδα στο βιβλίο, συναντάμε τον κορυφαίο γλύπτη Τζώννυ Νοταρά, τον απαράμιλλο αρχιμουσικό και βιολονίστα Γεχούντι Μενουχίν, ενώ μέσα στην ίδια σελίδα γραμμένες - μεταξύ άλλων - αναφορές στον Ευάγγελο Παπανούτσο και τον Άγγελο Τερζάκη.
Διάσπαρτα στιγμιότυπα αποτυπωμένα από τον φωτογραφικό φακό, προσθέτουν, καθένα, από χίλιες λέξεις στη ζωντάνια της διήγησης.
Διάχυτη στις σελίδες, ακόμα και στις πιο χιουμοριστικές στιγμές, μια αίσθηση ευαισθησίας που άλλοτε παίρνει και τη γεύση μελαγχολίας γλυκιάς. Είναι, ίσως, λόγω της φύσης των αναμνήσεων, που χαμένες πάντα στον παρελθόντα χρόνο, συνηθίζουν να τυλίγονται στην αίγλη που – τόσο αυτόνομα όσο και αυτοδίκαια- αποκτά ό,τι περνά. Και εδώ, ακριβώς, συνίσταται η δυναμική που τελικά κυριαρχεί και αναβλύζει από τις σελίδες των αναμνήσεων της Μαίρης Αγαθοκλή, καθώς η συγγραφέας, με τη λιτή, απέριττη - αλλά σταθερά παραστατική - γραφή της, μοιάζει να κοιτά κατάματα το παρελθόν.
Με επίγνωση του φευγαλέου, απέχει από την αναμέτρηση με τον χρόνο - εξάλλου, γνωρίζει απόλυτα πως…«Ο χρόνος είναι γρήγορος…» - και κάπως έτσι, με ταπεινότητα - που δεν στερείται δυναμικού θάρρους - τον σταματά, τον γυρίζει πίσω, τον κοιτά και με πλουσιοπάροχη απλότητα τον προσφέρει ξανά. Και, ίσως, κάπως έτσι, τελικά, να τον κερδίζει κιόλας. Και, ίσως, κάπως έτσι, τελικά, όλοι να τον κερδίζουμε.
NIKOLAS KOMINIS
Χάρης Ροκανάς, Μαίρη Αγαθοκλή, Χρήστος Ζαμπούνης, Βίκυ Φλέσσα (Φωτογραφία από την παρουσίαση του βιβλίου).
Απόσπασμα
Στο δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Από τις Δέκα Εντολές», η συγγραφέας βρίσκεται παιδί με τη μητέρα της σε κεντρικό κατάστημα των Αθηνών. Η Μαίρη, που φορά ένα καλοκαιρινό φόρεμα κοκκινόασπρο με τιραντάκια και δυο τσέπες αρκετά βαθιές και χαμηλές, γλιστρά στο βάθος της αριστερής της τσέπης, το ροζ από τα – παρδαλών χρωμάτων - μπουκαλάκια, που η μητέρα αρνήθηκε να της αγοράσει. Λίγο αργότερα, έμπειρη πια, βάζει στην άλλη τσέπη και το λαχανοπρασινούλικο. Μετά την ολοζώντανη περιγραφή του κρυψίματος των λαφύρων, της ανακάλυψής τους και του αναμενόμενου μπάτσου, η μητέρα την ενημερώνει πως θα πάνε στο κατάστημα για να τα επιστρέψουν. Η Μαίρη Αγαθοκλή περιγράφει:
«… -Ετοιμάσου και θα πάμε άμα ανοίξουν το απόγευμα, να τα δώσεις πίσω και να τους πεις ότι τα έκλεψες.
- …δεν μπορώ.
- Γιατί δεν μπορείς;
- Γιατί θα με βάλουν φυλακή…
Δεν πολυνοιάστηκα τόσο για το ρεζιλίκι, όσο για την αφόρητη στεναχώρια και ντροπή που θα προξενούσε στον πατέρα μου […] Πλησιάσαμε στο ταμείο, ευτυχώς ήμασταν οι μόνες με την μανταμίτσα. Λόγω του ύψους μου, δεν μπορούσα να δω εάν τυχόν η μαμά τής έκλεισε το μάτι, ενώ της έλεγε:
- Η μικρή έφερε στο σπίτι αυτά τα δύο μπουκαλάκια. Δεν θυμάμαι να τα πλήρωσα. Θα ήθελα να τα πάρετε πίσω – και συγγνώμη.
Στιγμιαία ανακούφιση. Πέρασε ο πρώτος γύρος αγωνίας. Η υπάλληλος θε πρέπει να ήταν οπαδός του Φρόιντ και καλός άνθρωπος, γιατί ουδόλως παραξενεμένη έσκυψε και με ρώτησε απαλά:
- Πώς σε λένε κοριτσάκι μου;
- Μαίρη.
- Πόσο είσαι, Μαιρούλα;
- Τεσσεράμισι.
- Ήθελες αυτά τα μπουκαλάκια για τις κούκλες σου;
- Δεν παίζω με κούκλες. Τα ήθελα για παούρια, να πίνω νερό, όταν βγαίνω βόλτα με τις θείτσες μου.
Κοντοστάθηκε λίγο, με τα ενοχοποιητικά στοιχεία επάνω στο ταμείο.
- Σου χαρίζω το ένα. Ποιο θέλεις;
- ….
- Το ροζάκι, παρακαλώ.
- Ορίστε, δικό σου είναι, πάρ’ το.
Είχα στα μαλλιά μου πάντα κάτι τσιμπιδάκια σούπερ, δώρα του θείου εξ Αμερικής. Εκείνη την ημέρα, θυμάμαι, συγκρατούσε την μπροστινή τούφα το αγαπημένο μου, ένα κόκκινο αρκουδάκι. Το έβγαλα και της το έδωσα».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]