Ο νέος ηγέτης της πλειοψηφίας της Γερουσίας των ΗΠΑ, μέλος των Ρεπουμπλικανών, δεσμεύθηκε να εργαστεί «μαζί με τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα» σε ζητήματα στα οποία μπορεί να υπάρξει συμφωνία.
Ο μέχρι σήμερα ηγέτης της ρεπουμπλικανικής μειοψηφίας (η οποία θα μετατραπεί σε πλειοψηφία, μετά τις εκλογές που έγιναν την Τρίτη) Μιτς ΜακΚόνελ τόνισε ότι το δικομματικό σύστημα των ΗΠΑ δεν προϋποθέτει «μια συνεχή διαμάχη» μεταξύ των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών.
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα εξασφάλισε πλειοψηφία τόσο στη Γερουσία όσο και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στην οποία έτσι ή αλλιώς ήταν πλειοψηφικό και ελέγχει πλέον το Κογκρέσο των ΗΠΑ.
Ο κ. Ομπάμα θα κάνει δηλώσεις αργότερα την Τετάρτη για την ήττα την οποία υπέστησαν οι Δημοκρατικοί.
Η διπλή πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών τους δίνει δυνατότητα σχεδόν απόλυτου ελέγχου του νομοθετικού έργου του αμερικανικού κοινοβουλίου.
Παρά την σκληρή του ρητορική στο παρελθόν, ειδικά για την μεταρρύθμιση του κ. Ομπάμα στην υγεία, ο κ. ΜακΚόνελ υιοθέτησε συμφιλιωτικούς τόνους.
Στο επίκεντρο η λαϊκή δυσαρέσκεια για Ομπάμα
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, οι Ρεπουμπλικανοί εστίασαν ιδιαίτερα στην λαϊκή δυσαρέσκεια για πτυχές της πολιτικής του κ. Ομπάμα, ο οποίος ανήκει στο Δημοκρατικό Κόμμα, μετατρέποντας τις εκλογές σε «δημοψήφισμα» για την προεδρία του.
Οι Ρεπουμπλικανοί κέρδισαν τις αναγκαίες για τον έλεγχο της Γερουσίας έδρες σε Αρκάνσας, Κολοράντο, Αϊόβα, Μοντάνα, Βόρεια Καρολίνα, Νότια Ντακότα και Δυτική Βιρτζίνια.
Ο μέχρι σήμερα ηγέτης της πλειοψηφίας της Γερουσίας, εκ μέρους των Δημοκρατικών, Χάρι Ρέιντ, συνεχάρη τον αντίπαλό του για τη νίκη των Ρεπουμπλικανών.
Τόνισε ότι ανυπομονεί να εργαστεί με τον Μιτς ΜακΚόνελ «για τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης».
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα αναμένεται να αυξήσει ακόμη περισσότερο την πλειοψηφία του στη Βουλή, σε επίπεδα που δεν έχουν προηγούμενο από την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Είχαν επίσης κέρδη σε επίπεδο κυβερνητών Πολιτειών, 36 εκ των οποίων κρίνονταν στις εκλογές.
Ο έλεγχος του Κογκρέσου δίνει στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα τη δυνατότητα να κάνει δύσκολη ή και αδύνατη την υιοθέτηση νομοθετικών πρωτοβουλιών του προέδρου, ενώ τον περιορίζει στους διορισμούς ανώτατων δικαστικών λειτουργών, αλλά και υπουργών και κυβερνητικών αξιωματούχων.