Το διοξείδιο του άνθρακα έχει τις πιο επιβλαβείς μακροπρόθεσμες συνέπειες όσον αφορά την παγκόσμια υπερθέρμανση, σε σχέση με την αιθάλη, το μεθάνιο και τους υδροφθοράνθρακες, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Η αιθάλη από τα καυσαέρια των αυτοκινήτων και τις καύσεις για σκοπούς θέρμανσης και μαγειρέματος, τα θειικά παράγωγα των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα, το μεθάνιο που διαρρέει κατά τη διάρκεια της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και οι υδροφθοράνθρακες (HFC) από τις μονάδες κλιματισμού αποτελούν αέρια του θερμοκηπίου που παγιδεύουν τη θερμότητα μέσα στην ατμόσφαιρα της Γης για ένα μικρό χρονικό διάστημα, προτού διασπαστούν σε λιγότερο παθογόνες χημικές ουσίες.
Η μείωση των εκπομπών των παραπάνω ρύπων δε θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στη μακροπρόθεσμη κλιματική αλλαγή, καθώς το αέριο που πραγματικά κάνει τη διαφορά είναι το διοξείδιο του άνθρακα, σύμφωνα με τη μελέτη του Διεθνούς Ινστιτούτου Ανάλυσης Εφαρμοσμένων Συστημάτων της Αυστρίας.
«Είναι ξεκάθαρο ότι αν θέλουμε να σταθεροποιήσουμε την παγκόσμια θέρμανση πρέπει να επικεντρωθούμε στη σταδιακή μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα», δήλωσε ο Γέρι Ρόγκελι, επικεφαλής της μελέτης.
«Μειώνοντας την υπόλοιπη ρύπανση του περιβάλλοντος θα υπάρξει βελτίωση σε διάφορους άλλους τομείς όπως η υγεία, όμως όσον αφορά τη σταθεροποίηση του κλίματος δε θα επιτευχθεί κάτι μετά το 2030», πρόσθεσε.
Για να επιτευχθεί και να διατηρηθεί η σταθεροποίηση της κλιματικής αλλαγής μέχρι και το 2100, οι κυβερνητικοί φορείς πρέπει να λάβουν άμεσα μέτρα για την περαιτέρω μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, καταλήγει η μελέτη.
Η επόμενη συνάντηση κορυφής για την υπογραφή νέας συνθήκης αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής αναμένεται να λάβει χώρα στο Παρίσι το επόμενο έτος, και οι μειώσεις των εκπομπών τόσο του διοξειδίου του άνθρακα όσο και των άλλων ρύπων θα αποτελέσουν το κύριο αντικείμενο διαπραγμάτευσης.