Οι ευρωπαϊκές χώρες αναζητούν πιο έντονα τρόπους προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή μετά τα πρόσφατα ακραία καιρικά φαινόμενα, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Όσο αυξάνεται η παγκόσμια θερμοκρασία τα ακραία καιρικά φαινόμενα γίνονται συχνότερα και ολοένα και πιο έντονα. Αυτό αποτελεί τον πρώτο και κυριότερο λόγο δράσης για τις 28 από τις 30 χώρες που εξέτασε η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος σε πρόσφατη έκθεσή της.
Η προσαρμογή και αφομοίωση πολιτικών για την κλιματική αλλαγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτέλεσαν το δεύτερο κυριότερο λόγο που ανέφεραν 19 χώρες, ενώ 17 χώρες εκτιμούν πως ο υπολογισμός του ύψους προσφάτων και μελλοντικών ζημιών ώθησε περαιτέρω την ενεργοποίηση εθνικών κλιματικών πολιτικών.
Μόλις 14 χώρες, δηλαδή λιγότερες από τις μισές, δήλωσαν πως οι δυσοίωνες επιστημονικές προβλέψεις έπαιξαν ρόλο στη λήψη σχετικών πρωτοβουλιών, ενώ μόνο δύο χώρες ανέφεραν την κάλυψη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Καμία χώρα δεν παρέθεσε ως έναν από τους τρεις κυριότερους λόγους εγρήγορσης την πίεση της βιομηχανίας ή της κοινής γνώμης.
Ο εκτελεστικός διευθυντής της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος Χανς Μπροϊνίξ δήλωσε πως πρόκειται για την πρώτη φορά που αναλύονται διεξοδικά οι προσπάθειες προσαρμογής των ευρωπαϊκών χωρών.
«Οι προσπάθειες για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου συχνά μονοπωλούν την προσοχή μας, και για καλό λόγο. Όμως η προσαρμογή είναι αναπόφευκτη, οπότε είναι θετικό το γεγονός ότι τώρα υπάρχει πολιτική εστίαση για το θέμα αυτό σε όλη την Ευρώπη. Πολλές χώρες πρέπει τώρα να μετατρέψουν τα σχέδια τους σε δράση», πρόσθεσε ο Μπροϊνίξ.
Παρά το γεγονός ότι 21 χώρες έχουν ήδη καταλήξει σε εθνικές στρατηγικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαφή, μόλις 13 εξ αυτών έχουν αρχίσει πράγματι να τις εφαρμόζουν, σύμφωνα με στοιχεία της έρευνας.
Οι δράσεις αυτές συνήθως περιορίζονται στην απλή παροχή πληροφοριών, καθώς περισσότερες από τρεις στις τέσσερις χώρες αναφέρουν πως ο περιορισμένος χρόνος, χρηματοδότηση και τεχνολογία αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες για την εφαρμογή νέων μέτρων, όπως και η αβεβαιότητα για την έκταση της κλιματικής αλλαγής και τον προσδιορισμό της κατάλληλης αρχής που έχει αρμοδιότητα.