Ερευνητές του Πανεπιστημίου Curtin στο Περθ της Αυστραλίας ανακάλυψαν πως η αυξημένη ηλεκτρική αγωγιμότητα σε υδάτινα σώματα αποτελεί αξιόπιστη ένδειξη τοξικής διαρροής από τη λίμνη τελμάτων γειτονικού ορυχείου.
«Η υψηλή συγκέντρωση διαφόρων ιόντων αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό των τοξικών διαρροών από ορυχεία», δήλωσε η καθηγήτρια Μαρτ Μονίκ Γκανιόν. «Η διαρροή στα φυσικά ρεύματα της περιοχής γύρω από τα ορυχεία μπορεί να αποτελέσει ένα σοβαρό πρόβλημα για το περιβάλλον», πρόσθεσε.
Τα προβλήματα αυτά μεγεθύνονται στα βόρεια τροπικά κλίματα στο τέλος των υγρών εποχών και στο ξεκίνημα των ξηρών εποχών, όταν η βιοποικιλότητα είναι υψηλή, αλλά η ροή του νερού χαμηλή. Αυτό οδηγεί σε μεγαλύτερη συγκέντρωση ιόντων στο νερό, η οποία με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια της βιοποικιλότητας.
Η έρευνα, σε συνεργασία με τον Οργανισμό Επιστημονικής και Βιομηχανικής Έρευνας της Κοινοπολιτείας των Εθνών, ξεκίνησε όταν ένα ορυχείο νικελίου από την βορειοδυτική Αυστραλία ζήτησε συμβουλές για το πώς να εντοπίσει τοξικά απόβλητα και να αποτρέψει τη διαρροή τους στο περιβάλλον. Στη συνέχεια η ερευνητική ομάδα πραγματοποίησε μια σειρά πειραμάτων προκειμένου να προσδιορίσουν προάγγελους μίας τέτοιας τοξικότητας.
Η διαδικασία αναγνώρισης προγνωστικών παραγόντων περιλάμβανε ένα τυποποιημένο τεστ τοξικότητας σε δύο τροπικά είδη γλυκού νερού, τα φύκια του γένους Chlorella και τα κλαδοκεραιωτά Moinodaphnia macleayi.
«Γνωρίζαμε από προηγούμενη έρευνα ότι η διαρροή χαρακτηρίζεται από υψηλή περιεκτικότητα διαφόρων ιόντων», δήλωσε η Γκανιόν. «Επίσης γνωρίζαμε ότι δεν υπάρχουν πολλά βαρέα μέταλλα στην περιοχή, επομένως σκεφτήκαμε ότι ένα από τα άλατα μπορεί να ήταν αυτό που ψάχναμε», πρόσθεσε.
Οι ερευνητές συνέθεσαν νερό που περιείχε παρόμοια επίπεδα αλάτων με αυτά που ήταν παρόντα στο νερό γύρω από το ορυχείο και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι θειικοί παράγοντες ήταν αυτοί μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως προγνωστικοί δείκτες τοξικότητας.
«Το θειικό μαγνήσιο ήταν πολύ υψηλό, αλλά δεν ήταν υπεύθυνο για την τοξικότητα, ήταν απλώς μια καλή ένδειξη της παρουσίας της. Επιπλέον βρήκαμε ότι η συνολική ηλεκτρική αγωγιμότητα ήταν ο καλύτερος από τους προγνωστικούς παράγοντες», δήλωσε η Γκανιόν.