Ναπολέων Μαραβέγιας
Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Πρώην Υπουργός
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών φαίνεται ότι δημιούργησε μια νέα πολιτική πραγματικότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν υπήρξε όμως ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών. Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα διατήρησε μια σχετική πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει υψηλότερο ποσοστό από το Λαϊκό Κόμμα. Τα άλλα κόμματα της Αριστεράς βελτίωσαν τα ποσοστά τους, αλλά δεν προκάλεσαν έκπληξη. Αντίθετα, τα εθνικιστικά και αντιευρωπαϊκά κόμματα, όπως εξάλλου αναμενόταν, είχαν μεγάλη απήχηση.
Το τελευταίο αυτό γεγονός φαίνεται να δημιούργησε τις προϋποθέσεις, ώστε οι κυρίαρχες ευρωπαικές πολιτικές δυνάμεις να συνειδητοποιήσουν ότι η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική της σκληρής λιτότητας μπορεί να οδηγήσει σταδιακά στην αποδόμηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Συνεπώς, μια ευελιξία, τουλάχιστον, στην εφαρμογή της πολιτικής αυτής, θα έπρεπε να υπάρξει, παρά τις αντιρρήσεις της γερμανικής πλευράς και των συμμάχων της.
Παράλληλα, η άνοδος των εθνικιστικών και αντιευρωπαϊκών κομμάτων φαίνεται να συνέβαλε και στην δημιουργία κατάλληλου κλίματος για αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του κοινοτικού χαρακτήρα των αποφάσεων με την ενδυνάμωση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως φαίνεται από τη νέα σύνθεση της. Αυτό έγινε με την συγκατάθεση όλων των κυρίαρχων ευρωπαϊκών δυνάμεων και εκφράστηκε στην επιλογή του προσώπου του Προέδρου της Επιτροπής, παρά τις αντιρρήσεις της Βρετανίας, αλλά και στο γεγονός ότι στην Επιτροπή συμμετέχουν πέντε πρώην πρωθυπουργοί.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει πάντοτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αλλαγές είναι σταδιακές, καθώς προκύπτουν μετά από περίπλοκες διαβουλεύσεις και συμβιβασμούς συμφερόντων μεταξύ των κρατών-μελών και μεταξύ των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων στο εσωτερικό των κρατών-μελών.
Έτσι, οι αλλαγές που διαφαίνονται, δεν συνδέονται μόνο με τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών, αλλά και με τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό των κρατών-μελών, όπως στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Στις χώρες αυτές, είναι γνωστό, ότι ενδυναμώθηκαν οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Στη Γερμανία με το συνασπισμό μεταξύ χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών, στη Γαλλία με την προεδρική εκλογή, όπου εξελέγη σοσιαλιστής Πρόεδρος και στην Ιταλία με ανάλογες πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες ενίσχυσαν τους σοσιαλιστές.
Το γεγονός ότι τηρήθηκε η δέσμευση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων με βάση τη διάταξη της Συνθήκης της Λισαβόνας, ότι θα λάβουν υπόψη τους στην επιλογή του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων του νέου Ευρωκοινοβουλίου, δείχνει ότι οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις κατανόησαν τη νέα πραγματικότητα. Επιπλέον, η επιλογή του κ. Μοσκοβιτσί πρώην σοσιαλιστή υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας, ως Επιτρόπου για τις οικονομικές υποθέσεις, παρά τις γερμανικές αντιρρήσεις, δείχνει ότι πνέει “αέρας” κάποιας αλλαγής στο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τόσο η προτεινόμενη τροποποίηση της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής υπέρ της ανάπτυξης και των επενδύσεων, χωρίς όμως να εγκαταλειφτεί η δημοσιονομική πειθαρχία, όσο και η ενδυνάμωση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ως υπερεθνικού κοινοτικού οργάνου, μετά από την υποβάθμιση των τελευταίων ετών, φαίνεται να ανταποκρίνονται στις πολιτικές εξελίξεις που προαναφέρθηκαν. Στα παραπάνω, πρέπει να συνυπολογισθεί και το νέο πνεύμα στη νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας υπό τον κ. Ντάγκι.
Βεβαίως, οι αλλαγές αυτές μπορεί να αποδειχθούν ανεπαρκείς μπροστά στο μέγεθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Βρίσκονται όμως, έστω και σε συμβολικό επίπεδο, σε μια κατεύθυνση που μπορεί να δημιουργήσει μια νέα δυναμική για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Μια δυναμική που θα εξασφαλίζει τα συμφέροντα όλων των κρατών-μελών, τόσο του ευρωπαϊκού Βορρά, όσο και αυτά του ευρωπαϊκού Νότου και θα προωθεί την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με περισσότερη κοινοτική αλληλεγγύη.