«Εκτός του πλαισίου της αποστολής καλών υπηρεσιών του Γενικού Γραμματέα και σε πλήρη αντίθεση με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και το διεθνές δίκαιο», βρίσκεται η εισήγηση στην έκθεση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ ότι τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας μπορούν να δώσουν μιαν ισχυρή ώθηση σε όλα τα κράτη να συνεργαστούν, τόσο διμερώς, όσο και στα διεθνή σώματα, για εξάλειψη των μη απαραίτητων περιορισμών και εμποδίων που έχουν ως αποτέλεσμα την απομόνωση των Τουρκοκυπρίων.
Αυτό αναφέρει ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας στην επιστολή του προς τον γ.γ. του ΟΗΕ, σχετικά με την έκθεση του Κόφι Ανάν για την αποστολή των καλών υπηρεσιών του για την Κύπρο και σε συνέχεια της πρόσφατης συνάντησής τους στις 4 Ιουνίου 2004.
Στην επιστολή του, ο κ. Παπαδόπουλος σημειώνει ότι η απάντησή του «υποβάλλεται με όλο τον σεβασμό ως προς το έργο σας μέσα στα πλαίσια της αποστολής των καλών σας υπηρεσιών και ετοιμάστηκε με εποικοδομητικό τρόπο που προσβλέπει στο μέλλο».
«Πραγματικά, δράττομαι της ευκαιρίας να επαναβεβαιώσω, για μια ακόμη φορά, την ευγνωμοσύνη και την εκτίμησή μου για τις συνεχιζόμενες προσωπικές σας προσπάθειες για την εξεύρεση λύσης στην Κύπρο», αναφέρει.
Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας σημειώνει ότι «οι συντάκτες της έκθεσης διαδραματίζουν ουσιαστικά τον ρόλο του δικαστή και των ενόρκων του τελικού αποτελέσματος της διαδικασίας της διαπραγμάτευσης της οποίας προήδρευσαν».
Ο κ. Παπαδόπουλος καλωσορίζει την «αναγνώριση, στην έκθεση, ότι οι σοβαρές ανησυχίες της ελληνοκυπριακής κοινότητας δεν έτυχαν ικανοποιητικής αντιμετώπισης στο τελικό Σχέδιο της 31ης Μαρτίου 2004, γεγονός το οποίο επηρέασε σημαντικά την πλάστιγγα σε σχέση με τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος της 24ης Απριλίου 2004».
Χαρακτηρίζει δε «λυπηρό» το ότι οι ανησυχίες, τις οποίες είχε επεξηγήσει σε λεπτομέρεια τόσο προφορικά όσο και γραπτώς, στη Λευκωσία, με διάφορα έγγραφα που αριθμούσαν τουλάχιστον 200 σελίδες συνολικών προτάσεων, το πιο σημαντικό των οποίων ήταν το έγγραφο της 8ης Μαρτίου 2004 που αφορούσε το κρίσιμο ζήτημα της ασφάλειας, «αγνοήθηκαν σε μεγάλο βαθμό».
Ο κ. Παπαδόπουλος υπενθυμίζει ότι «οι νόμιμες ανησυχίες αναφέρονται κυρίως: (α) στο ζήτημα των εποίκων από την Τουρκία, ένα ζήτημα το οποίο ήγειρα επίσης στις δύο επιστολές που είχα απευθύνει στην Εξοχότητά σας, στις 23 και 25 Μαρτίου 2004, χωρίς να λάβω καμιά απάντηση, (β) τη μόνιμη στάθμευση των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο, ακόμη και μετά την τελική ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., και (γ) την επέκταση των εγγυητικών δικαιωμάτων που απορρέουν από τη Συνθήκη Εγγύησης, με τη συμπερίληψη ενός επιπρόσθετου πρωτοκόλλου».
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφέρει ότι πολύ ορθά ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ επεσήμανε στην έκθεσή του ότι υπάρχει διαφωνία στο θέμα της ερμηνείας των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη Συνθήκη Εγγύησης, μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Τουρκίας.
«Δεδομένου ότι η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο το 1974 επικαλούμενη αυτό το συγκεκριμένο δικαίωμα, το θέμα αυτό αποτελεί υψίστης σοβαρότητας ζήτημα για την πλευρά μας», σημειώνει, προσθέτοντας ότι «για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος έχουμε προτείνει την υιοθέτηση ενός μηχανισμού ενεργοποίησης της άσκησης του δικαιώματος επέμβασης δυνάμει της Συνθήκης Εγγύησης».
Ωστόσο, επισημαίνει ότι «ο κ. ντε Σότο αρνήθηκε να συζητήσει αυτό το θέμα και η Εξοχότητά σας δεν εξέτασε αυτήν την πιθανότητα».
Αναφέρει επίσης ότι «ένα ακόμη σημαντικό θέμα που επηρέασε αρνητικά τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, το οποίο επίσης περιλαμβάνετε στην έκθεσή σας, υπήρξε η έλλειψη ικανοποιητικού χρόνου και τα στενά χρονοδιαγράμματα».
Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφέρει ότι είχε επανειλημμένα προτείνει, μετά το ναυάγιο των συνομιλιών στη Χάγη τον Μάρτιο του 2003, ότι «δεν θα πρέπει να βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα τεχνητό χρονικό όριο, προκαλώντας το αίσθημα στον κυπριακό λαό ότι βρισκόταν σε κατάσταση πολιορκίας και ότι οι νόμιμες ανησυχίες του δεν θα τύγχαναν ορθής εξέτασης».
Ο πρόεδρος Παπαδόπουλος σημειώνει ότι «αυτή η διαπραγματευτική μέθοδος που είχε σοβαρές ατέλειες και που είχε σαν αποτέλεσμα μια δεκάμηνη καθυστέρηση στην επανέναρξη των συνομιλιών, απεδείχθη ανεπαρκής και αντιπαραγωγική».
Επισημαίνει επίσης ότι η κρίσιμη περίοδος του ενός μηνός της πρώτης φάσης των διαπραγματεύσεων στη Λευκωσία «αφέθηκε να λήξει χωρίς καμιά πρόοδο λόγω της αδιάλλακτης στάσης και των απαιτήσεων της τ/κ πλευράς, που βρίσκονταν κατά πολύ εκτός των βασικών παραμέτρων του σχεδίου».
Ο κ. Παπαδόπουλος επισημαίνει πως στην έκθεση «υπάρχουν σοβαρές ανακρίβειες, όπως επίσης και λανθασμένες υποθέσεις» και ότι «η πιο σημαντική από αυτές είναι η λανθασμένη ερμηνεία της επιλογής της ε/κ κοινότητας στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου, δηλαδή ότι με τη μη αποδοχή αυτού του συγκεκριμένου Σχεδίου οι Ε/Κ ψήφισαν κατά της επανένωσης της χώρας τους».
«Αυτός ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος και προσβλητικός», σημειώνει ο κ. Παπαδόπουλος, προσθέτοντας ότι «δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ένας σημαντικός αριθμός των ψηφισάντων είναι πρόσφυγες, 70% των οποίων ψήφισαν 'Οχι', και οι οποίοι εδώ και τριάντα χρόνια στερούνται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, ιδιαίτερα των δικαιωμάτων επιστροφής και ιδιοκτησίας, λόγω της παρουσίας 35.000 στρατιωτών και 119.000 εποίκων που έχουν εγκατασταθεί παράνομα».
Χαρακτηρίζει επίσης «εσφαλμένη υπόθεση στην έκθεση ότι οι Ε/Κ γυρίζουν την πλάτη σε μια λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας», προσθέτοντας ότι δράττει της ευκαιρίας να τονίσει «εμφαντικά, για μια ακόμη φορά, εκ μέρους της ε/κ πλευράς, τη δέσμευση του λαού μου, καθώς και τη δική μου ισχυρή προσωπική δέσμευση, υπέρ μιας λύσης διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας».
Αναφερόμενος στο μέρος της έκθεσης που περιγράφει «τις δήθεν βελτιώσεις για την αντιμετώπιση των ανησυχιών των Ε/Κ», ο κ. Παπαδόπουλος σημειώνει ότι «ο ισχυρισμός ότι το σύνολο της περιουσίας της τ/κ πολιτείας που μπορεί να επιστραφεί στους Ε/Κ θα είναι σχεδόν διπλάσιο αυτού που περιλάμβανε η προηγούμενη εκδοχή του Σχεδίου, μπορεί να περιγραφεί ως ανακριβής».
«Επιπλέον, το μέρος της έκθεσης που περιγράφει τις βελτιώσεις για τις δυο πλευρές, έχει μεγάλες ομοιότητες με ένα πολύ γνωστό έγγραφο ενός Μόνιμου Μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας, που κυκλοφόρησε ευρύτατα κατά τη φάση των διαπραγματεύσεων στο Μπούργκενστοκ, που κατά παράδοξο λόγο ακολουθεί ακόμη και την ίδια σειρά για τις βελτιώσεις που έχουν επιτευχθεί και για τις δύο πλευρές», αναφέρει ο Τάσσος Παπαδόπουλος, σημειώνοντας ότι «το πιο αξιοπρόσεκτο στοιχείο, όμως, αυτού του μέρους της έκθεσης είναι η παράλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στα οφέλη που αποκομίζει η Τουρκία και άλλοι από τις πρόνοιες του Σχεδίου».
Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφέρει ότι «το μεγαλύτερο όφελος για την Τουρκία που εξασφαλίστηκε σε βάρος τόσο των Ε/Κ όσο και των Τ/Κ και που αποτελεί σαφή απομάκρυνση από τις πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν ΙΙΙ, είναι η στάθμευση τουρκικών στρατευμάτων στο νησί στο διηνεκές».
Οι Ελληνοκύπριοι, προσθέτει ο Τάσσος Παπαδόπουλος, «έχουν κάθε δικαίωμα να διερωτώνται πώς τα Ηνωμένα Εθνη, που είναι ο θεματοφύλακας του διεθνούς δικαίου, μπορούσαν να υιοθετήσουν προτάσεις εμπνευσμένες από την τουρκική πλευρά, οι οποίες σκόπιμα και αδικαιολόγητα περιορίζουν την κυριαρχία που ασκεί ένα από τα κράτη μέλη τους».
Παράλληλα, σημειώνει ότι «ο υπαινιγμός ότι η ε/κ πλευρά απέφυγε με κάποιο τρόπο να συζητήσει το εδαφικό ή έχασε μιαν ευκαιρία σχετικά με την Καρπασία, προδίδει στην καλύτερη περίπτωση μιαν αποτυχία να γίνει αντιληπτή η φύση των ανησυχιών των Ε/Κ όπως εκφράζονταν σε ολόκληρη τη διαδικασία ή κακή πίστη στη χειρότερη περίπτωση».
«Είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε για ανθρωπιστικούς λόγους ότι αριθμός Τούρκων εποίκων θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να παραμείνουν στην Κύπρο ως πολίτες βάσει της νέας κατάστασης πραγμάτων. Εκείνο όμως που δεν είμαστε διατεθειμένοι να δεχτούμε, όπως καλώς γνωρίζετε, είναι ότι ο κάθε έποικος ξεχωριστά και στην πράξη όλοι οι έποικοι θα είχαν το δικαίωμα να παραμείνουν και τελικά να αποκτήσουν υπηκοότητα. Ούτε είμαστε έτοιμοι να προσυπογράψουμε νέες πρόνοιες που θα επέτρεπαν την εισροή νέων εποίκων στο μέλλον, οι οποίοι θα άλλαζαν περαιτέρω και θα διαστρέβλωναν τη δημογραφική ισορροπία στο νησί», επισημαίνει ο κ. Παπαδόπουλος.
Χαρακτηρίζει «εντελώς ανακριβή τη δήλωση στην παράγραφο 69» ότι ουδέποτε παρουσίασε προτάσεις στα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας για την ασφάλεια, αφού γνωρίζουν πολύ καλά το υπόμνημα που διανεμήθηκε από τη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κύπρου στα Ηνωμένα Εθνη στις 20 Απριλίου 2004 κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων για το βρετανοαμερικανικό προσχέδιο ψηφίσματος.
«Η συμπερίληψη αυτού του ισχυρισμού είναι το λιγότερο προσβλητική γιατί προσωπικά υπέδειξα αυτή την ανακρίβεια μετά τη σχετική δημόσια δήλωση του κ. Αλβαρο ντε Σότο», σημειώνει ο κ. Παπαδόπουλος.
«Εκείνο που είναι το πιο σημαντικό είναι ότι η σημερινή τουρκική κυβέρνηση, παρά τις προσπάθειές της να παρουσιάσει μιαν εικόνα χώρας έτοιμης να συνεργαστεί και να σεβαστεί τους κανόνες τους διεθνούς δικαίου, συνεχίζει την αδικαιολόγητα εχθρική πολιτική της έναντι της Κύπρου», επισημαίνει ο κύπριος πρόεδρος.
«Υπό τις περιστάσεις αυτές, κάποιος πρέπει λογικά να διερωτηθεί πόση πίστη και εμπιστοσύνη πρέπει να δώσουν οι Ε/Κ σε αόριστες υποσχέσεις στην απουσία συγκεκριμένων και σιδερένιων εγγυήσεων ότι η Τουρκία θα τηρήσει όλες τις δεσμεύσεις της βάσει του Σχεδίου. Η εμπειρία δυστυχώς δείχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η Τουρκία τερματίζει τις εχθρικές της ενέργειες εναντίον της Κύπρου», επισημαίνει ο πρόεδρος Παπαδόπουλος.
«Εκτιμούμε την αποδοκιμασία που έχετε εκφράσει προς την ιδέα της χωριστής αναγνώρισης της αποσχιστικής οντότητας στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, ωστόσο, διαφωνούμε έντονα με το συμπέρασμα της έκθεσής σας» τονίζει ο κ. Παπαδόπουλος.
Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι «δεν μπορούμε να αποδεχτούμε την εισήγηση που περιέχεται στην παράγραφο 93 ότι τα μέλη του Συμβουλίου μπορούν να δώσουν μιαν ισχυρή ώθηση σε όλα τα κράτη να συνεργαστούν τόσο διμερώς όσο και στα διεθνή σώματα για εξάλειψη των μη απαραίτητων περιορισμών και εμποδίων που έχουν ως αποτέλεσμα την απομόνωση των Τ/Κ, θεωρώντας μια τέτοια ενέργεια ως συνεπή με τα ψηφίσματα 541 (1983) και 550 (1984) του Συμβουλίου Ασφαλείας».
«Εν πάση περιπτώσει, αυτή η εισήγηση βρίσκεται σαφώς εκτός του πλαισίου της αποστολής καλών υπηρεσιών του Γενικού Γραμματέα και βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και το διεθνές δίκαιο», επισημαίνει.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι «ο κοινός μας στόχος για επανένωση της Κύπρου θα επηρεαστεί αρνητικά για πάντα από τέτοιες προτεινόμενες ενέργειες, οι οποίες αναμφίβολα θα οδηγήσουν στην αναβάθμιση και στην υφέρπουσα ή φανερή αναγνώριση της αποσχιστικής οντότητας», αναφέρει στη συνέχεια της επιστολής του.
«Διάφορες μέθοδοι που επεξεργάστηκαν ορισμένοι κύκλοι για το απευθείας άνοιγμα λιμανιών και αεροδρομίων στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, ως μέσου διευκόλυνσης του άμεσου εμπορίου με αυτές τις 'περιοχές' της Κύπρου, εξυπηρετούν ακριβώς αυτόν τον σκοπό. Τέτοιες κινήσεις στερούνται οποιασδήποτε νομικής βάσης», αναφέρει ο κύπριος πρόεδρος.
Προσθέτει ότι η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι «η πρώτη που υποστηρίζει την οικονομική ανάπτυξη των Τ/Κ, μιαν οικονομική ανάπτυξη βασισμένη στα σωστά κριτήρια που προάγουν τον τελικό στόχο της διευκόλυνσης της επανένωσης της χώρας μας».
«Είναι προφανέστατο ότι η Τουρκία και η τ/κ ηγεσία δεν ενδιαφέρονται ειλικρινά για την οικονομική ανάπτυξη της τ/κ κοινότητας, αλλά κυρίως για την αναβάθμιση και τελική αναγνώριση της αποσχιστικής οντότητας», σημειώνει ο κ. Παπαδόπουλος και επισύρει την προσοχή του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ στις προσπάθειες που καταβάλλονται για την αναβάθμιση του καθεστώτος της τ/κ κοινότητας στην Οργάνωση Ισλαμικής Διάσκεψης σε 'τ/κ κράτος’».
Τέλος, προτρέπει τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ να μελετήσει «σοβαρά τις άμεσες επιπτώσεις της εισήγησης που περιέχεται στην παράγραφο 93 της έκθεσης πάνω στην επανένωση της Κύπρου».
Πηγή Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων