Λιβανέζος καταδικάστηκε σε φυλάκιση εννέα μηνών χωρίς αναστολή για τον ξυλοδαρμό της γυναίκας του, μια πρώτη καταδίκη αυτού του είδους στον Λίβανο μετά την ψήφιση νόμου κατά της ενδοοικογενειακής βίας τον Απρίλιο.
Ο Χουσέιν Φτούνι καταδικάστηκε επίσης να καταβάλει το ποσό των 20 εκατομμυρίων λιρών Λιβάνου (9.700 ευρώ) στη σύζυγό του Ταμάρα Χαρίσι, 22 ετών, για την άσκηση βίας σε βάρος της.
Η μη κυβερνητική οργάνωση Kafa («Φτάνει πια» στα αραβικά) που διεξήγαγε εκστρατεία υπέρ του νόμου, χαρακτήρισε τη δικαστική απόφαση που ανακοινώθηκε την Τρίτη ως σημαντική αλλαγή, επικρίνοντας ωστόσο τη σχετικά ελαφριά ποινή για τον Χ. Φτούνι.
«Είναι η πρώτη περίπτωση που ο εγκληματίας καταδικάζεται βάσει του νέου νόμου», δήλωσε η Μάγια Αμαρ, συντονίστρια επικοινωνίας της Kafa.
«Η καταδίκη είναι μικρή. Ωστόσο είναι σίγουρα καλύτερα από το να αφεθεί ελεύθερος, όπως ζήτησε ο δικηγόρος του. Καταδικάστηκε εντούτοις για ξυλοδαρμό και όχι για απόπειρα δολοφονίας», δήλωσε, εκφράζοντας τη λύπη της.
«Για εμάς, πρόκειται σαφώς για απόπειρα δολοφονίας και αυτός πρέπει να καταδικαστεί για την κατηγορία αυτή», πρόσθεσε.
Η Ταμάρα Χαρίσι δήλωσε στην αγγλόφωνη εφημερίδα του Λιβάνου The Daily Star ότι ο σύζυγός της την χτυπούσε επί τρεις ώρες, έχοντας δέσει τα πόδια της και σπάζοντάς της τα δάκτυλα. Έριξε αλκοόλ πάνω της, επιχείρησε να την κάψει ζωντανή και μετά έφυγε από το σπίτι απειλώντας ότι θα τη σκοτώσει μόλις επιστρέψει, πρόσθεσε η κ. Χαρίσι.
Η ακτιβίστρια της Kafa δήλωσε ότι το θύμα δεν έχει ακόμη αποφασίσει αν θα εφεσιβάλει την απόφαση, καθώς η νέα γυναίκα πιστεύει ότι η καταδίκη είναι «σχετικά ικανοποιητική, δεδομένου ότι είμαστε στον Λίβανο».
Η κ. Αμαρ δήλωσε ότι η απόφαση του δικαστηρίου συνιστά μείζον γεγονός, αλλά υπενθύμισε ότι η κ. Χαρίσι πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει την πρόκληση ενός διαζυγίου ενώπιον ενός θρησκευτικού δικαστηρίου. «Έχει ακόμη να δώσει μεγάλη μάχη, αλλά ελπίζουμε ότι οι θρησκευτικές αρχές θα της δώσουν το διαζύγιο», πρόσθεσε.
Η κοινωνία του Λιβάνου θεωρείται σε επίπεδο ηθών μια από τις πιο φιλελεύθερες του αραβικού κόσμου, αλλά η νομοθεσία της παραμένει ευρέως συντηρητική.
Οι θρησκευτικές αρχές ήταν σε μεγάλο βαθμό αντίθετες στην υιοθέτηση ενός νόμου για την ενδοοικογενειακή βία, εκτιμώντας ότι αυτό εμπίπτει στην ιδιωτική ζωή.
Ο φόβος του σκανδάλου ευθύνεται επίσης για τη σιωπή που περιβάλλει τις κακοποιημένες γυναίκες, σύμφωνα με τους ακτιβιστές, ενώ τα θύματα συχνά αρνούνται να καταγγείλουν τους συζύγους τους.