Στην εποχή των smartphones και των οθονών αφής, η πληκτρολόγησης μηνυμάτων και μεγάλων κειμένων παραμένει ένας «πονοκέφαλος» για τους χρήστες, καθώς η χρήση μικρών πληκτρολογίων στις touchscreens συνεπάγεται πολλά λάθη- ενώ τo autocorrect πολύ συχνά αποδεικνύεται μάλλον «γεννήτρια ανεκδότων» παρά χρήσιμο εργαλείο.
Πολλές εταιρείες προσπαθούν να το αλλάξουν αυτό, καθιστώντας «έξυπνα» τα πληκτρολόγια των φορητών συσκευών, ωστόσο λίγοι φαίνονται να τα καταφέρνουν – μεταξύ των οποίων και η SwiftKey, μία startup από το Λονδίνο η οποία κυκλοφόρησε το 2010 μία εφαρμογή πληκτρολογίου. Η εφαρμογή μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα κόστιζε τέσσερα δολάρια, ωστόσο πλέον μπορεί να αποκτηθεί δωρεάν. Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα των ΝΥ Times, επικαλούμενο την εταιρεία, έχει γίνει downloaded από τότε πάνω από 30 εκατ. φορές, ενώ πλέον αξιολογείται ως μία από τις πιο δημοφιλείς εφαρμογές στο Google Play.
To εν λόγω app προβλέπει τι θα πληκτρολογήσει ο χρήστης μέσω τεχνητής νοημοσύνης και ανάλυσης online δεδομένων, τα οποία περιλαμβάνουν αυτά που πληκτρολογεί σε άλλες εφαρμογές, «μαθαίνοντας» ποιες λέξεις χρησιμοποιεί συνήθως. Το σύνολο των πληροφοριών χρησιμοποιείται για να γίνεται «πρόγνωση» σχετικά με το τι είναι πιθανό να θέλει να πληκτρολογήσει ο χρήστης μετά. Βασικό συστατικό της επιτυχίας της εφαρμογής είναι η εξατομίκευση, καθώς προσφέρονται διαφορετικές προβλέψεις για κάθε χρήστη, αναλόγως του πώς πληκτρολογούν, ποια είναι τα ενδιαφέροντά τους και τι γλώσσα χρησιμοποιούν. Συνολικά το SwiftKey προσφέρει προβλέψεις λέξεων σε 66 γλώσσες.
«Υπάρχει τεράστια στρατηγική αξία στο να κυριαρχείς στον κόσμο των πληκτρολογίων» λέει ο Τζον Ρέινολντς, ένας εκ των συνιδρυτών της εταιρείας, στους NT Times. «Ό,τι εφαρμογή και αν χρησιμοποιείς στο τηλέφωνό σου, είμαστε εκεί» προσθέτει.
Η εφαρμογή θεωρείται ότι αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε 250 εκατ. τηλέφωνα, και όπως είναι φυσικό έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον μεγάλων εταιρειών του χώρου της τεχνολογίας. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το οποίο επικαλείται καλά πληροφορημένες πηγές, η Google και το Facebook έχουν διερευνήσει το ενδεχόμενο εξαγοράς της εταιρείας, ωστόσο δεν έχει επιτευχθεί κάποιου είδους συμφωνία.
Η εφαρμογή πλέον ακολουθεί το αποκαλούμενο «freemium» μοντέλο, το οποίο υιοθετείται εδώ και πολύ καιρό από πολλές εταιρείες του χώρου του gaming ειδικότερα: το app διατίθεται δωρεάν ωστόσο υπάρχει χρέωση για διάφορα έξτρα χαρακτηριστικά. Το συγκεκριμένο μοντέλο είναι ιδιαίτερα δημοφιλές όσον αφορά στην πώληση εφαρμογών σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, όπου πολλοί χρήστες αντιδρούν αρνητικά στην προοπτική να πληρώσουν για εφαρμογές – ωστόσο δεν είναι τόσο αρνητικοί στο να πληρώνουν για premium υλικό.
Μέχρι τώρα η εφαρμογή είναι για το Android, ενώ η εταιρεία συνεργάζεται με κατασκευαστές όπως η Samsung και η LG. Ωστόσο, υπάρχει πρόθεση και για επέκταση στον «κόσμο» των χρηστών της Apple.