Πρωτοβουλία προκειμένου να υπάρξει ενημέρωση αλλά και εκπαίδευση των νεαρών μαθητών προκειμένου να μην ξεκινήσουν τη βλαβερή συνήθεια του καπνίσματος, παρουσίασαν από κοινού ο υπουργός Παιδείας Κ. Αρβανιτόπουλος και η υφυπουργός Υγείας Ζ. Μακρή.
Το πρόγραμμα που προωθούν από κοινού τα δύο υπουργεία ονομάζεται «Εκπαιδευτική πρωτοβουλία για την πρόληψη του καπνίσματος στους μαθητές Β’ και Γ’ γυμνασίου όλης της χώρας».
Τα δύο κυβερνητικά στελέχη παρουσίασαν, σε κοινή συνέντευξη Τύπου, έρευνες οι οποίες αποδεικνύουν την «εξάπλωση» της συνήθειας του καπνίσματος σε νεαρούς μαθητές.
Από την πλευρά του ο κ. Αρβανιτόπουλος τόνισε ότι « τοκάπνισμα είναι ασθένεια και αποτελεί την κυριότερη αιτία θανάτου παγκοσμίως, η οποία, όμως, μπορεί να προληφθεί. Στη χώρα μας, το κάπνισμα έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας διότι τροφοδοτείται από μια ολόκληρη «κουλτούρα» που αντιμετωπίζει την κατανάλωση του καπνού ως μια φυσιολογική και απενοχοποιημένη συμπεριφορά ή ακόμη χειρότερα ως το σύμβολο χειραφέτησης και μόδας. Τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να αντιληφθούν, πως με το να καπνίζουν μπροστά στα παιδιά, δημιουργούν αρνητικά πρότυπα, και είναι υπεύθυνα για τον εθισμό των ανηλίκων σε μια συνήθεια που θα κοστίσει τη ζωή τους».
Η κ. Μακρή επεσήμανε μεταξύ άλλων ότι «υπέρτατο χρέος κάθε ευνομούμενης πολιτείας είναι να προστατεύει τη ζωή και την υγεία των πολιτών της, ειδικά των νέων», ενώ προσέθεσε ότι «είναι αλήθεια ότι σε αυτήν την προσπάθεια δεν έχουμε αρκετούς συμμάχους. Όμως, στο πρόσωπο του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων – του κ. Αρβανιτόπουλου – και του Προέδρου του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής – του κ. Γκλαβά - αναγνωρίζουμε δυο ένθερμους συμμάχους μας οι οποίοι, - από την πρώτη στιγμή - αγκάλιασαν την πρωτοβουλία να εφαρμόσουμε πρόγραμμα πρόληψης του καπνίσματος στους μαθητές της β’ και γ’ γυμνασίου όλης της χώρας και προσέφεραν την αμέριστη υποστήριξή τους : άνοιξαν τα σχολεία - όλο το πρόγραμμα εφαρμόστηκε μέσω του διαδικτύου στις αίθουσες πληροφορικής - ενεργοποίησαν και ευαισθητοποίησαν την εκπαιδευτική κοινότητα».
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά είναι, όμως, και τα βασικά στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα που παρουσιάστηκε:
-
Το 26% του μαθητικού πληθυσμού της Β’ και Γ’ Γυμνασίου έχει την «εμπειρία της πρώτης δοκιμής», δηλαδή δοκίμασε κάποια στιγμή το κάπνισμα έστω με μερικές «ρουφηξιές» καπνού. Από αυτούς, το 40,6% είναι ήδη καπνιστές. Συνολικά, το 10,7% του μαθητικού πληθυσμού της Β’ και Γ’ Γυμνασίου της χώρας, δηλαδή περίπου 22.000 μαθητές, καπνίζουν. Στην πλειοψηφία τους, οι σημερινοί μαθητές είχαν την πρώτη τους επαφή με το κάπνισμα πριν κλείσουν τα 13 και σχεδόν οι 2 στους 10 πριν συμπληρώσουν τα 10 έτη.
-
Το κάπνισμα στους έφηβους θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί «κληρονομική ασθένεια». Και τούτο διότι, αποδεικνύεται ότι τα παιδιά που έχουν εμπειρία από το κάπνισμα- είτε γιατί δοκίμασαν κάποια στιγμή είτε γιατί είναι συστηματικοί καπνιστές- αναπαράγουν το πρότυπο του γονιού καπνιστή: στα 6 από τα 10 σπίτια των μαθητών ο ένας ή και οι δύο γονείς καπνίζουν. Για τα παιδιά καπνιστές, το ποσοστό των γονιών που καπνίζουν αγγίζει το 75%.
-
Οι 7 στους 10 έφηβους έχουν βρεθεί σε κάποιον χώρο εστίασης ή διασκέδασης όπου αισθάνθηκαν αναπνευστική δυσφορία, ενώ, στην πλειοψηφία τους, οι μαθητές τάσσονται υπέρ της απαγόρευσης του καπνίσματος στους δημόσιους κλειστούς χώρους. Πιο επικίνδυνη, όμως, είναι η ελεύθερη πρόσβαση των νέων ανθρώπων στα προϊόντα καπνού : οι έφηβοι καπνιστές αγοράζουν τα τσιγάρα τους μόνοι τους παρά το γεγονός ότι η πώληση σε ανηλίκους είναι παράνομη : μόλις στο 17% των περιπτώσεων των καπνιστών μαθητών υπήρξε άρνηση να τους πουλήσουν τσιγάρα λόγω της ηλικίας τους, στο 83% των περιπτώσεων ο πωλητής τούς πούλησε τσιγάρα αναντίρρητα.